ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

Start from the beginning
                                    

"Σε αγαπώ!" ψιθύρισε έντονα ο Δούκας, που μπήκε από το παράθυρο κι έπεσε στα γόνατα μπροστά της. Η Τζίλντα τινάχτηκε όρθια τρομαγμένη, το ίδιο και η Τζοβάνα δίπλα της.
"Εσύ;" ρώτησε η κοπέλα ξαφνιασμένη.
"Ναι! Εγώ!" απάντησε ο Δούκας με πάθος. Πήρε τα χέρια της στα δικά του. "Πες μου! Πες μου ότι με αγαπάς και μπροστά μου θα ανοίξει ένας ουρανός ευτυχίας!"
Η Τζίλντα τα είχε ολότελα χαμένα. Κοιτούσε τη Τζοβάνα μην ξέροντας πώς να αντιδράσει.
"Τζοβάνα..."
"Ο πατέρας σου!" ψιθύρισε η Τζοβάνα, μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε προς το δωμάτιο του Ριγκολέτο. Ο γελωτοποιός, με την πλάτη γυρισμένη, κοιμόταν βαθιά.
"Αγάπη μου!" είπε ο Δούκας. "Απάντησέ μου! Πες αυτό που πήγαινες να πεις..."
"Θεέ μου, πώς; Πώς ήρθες εδώ σ' εμένα;" είπε η Τζίλντα.
"Με έναν άγγελο ή δαίμονα, ποιος νοιάζεται; Σ' αγαπάω!"

Σηκώθηκε όρθιος. Δυο βήματά του και η Τζίλντα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Τα χέρια του απλώθηκαν, χάιδεψαν το πρόσωπό της κι αυτή ένιωσε την μικρή της καρδιά να τρέμει. Τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της.... Όχι, αυτό ήταν λάθος. Ο πατέρας....
"Σε παρακαλώ, φύγε" είπε αδύναμα η Τζίλντα. "Άσε με"
"Να σ' αφήσω;" ρώτησε ο Δούκας. "Τώρα; Τώρα που είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον επιτέλους; Όχι! Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, το ξέρω! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την αγάπη! Όλα τ' άλλα, η δόξα και η φήμη, η εξουσία, οι θρόνοι, είναι πράγματα εύθραυστα, αλλά η αγάπη είναι αγαθό του Θεού και ποτέ δεν χάνεται! Κι η αγάπη μιλάει αυτή τη στιγμή στην καρδιά μου! Αν με αγαπούσες, άγγελέ μου, όλος ο κόσμος δεν θα είχε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο!"

Η ανάσα της κοπέλας είχε κοπεί. Αυτά ήταν τα λόγια που ονειρευόταν τα βράδια, στον ύπνο της, να ακούσει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία της που το όνειρό της το ζούσε. Ήθελε να παραδοθεί χωρίς αντίσταση στην αγκαλιά του, να ακούσει την καρδιά του να χτυπά πλάι στη δική της. Τον κοίταξε μέσα στα υπέροχα πράσινα μάτια του. Αυτός, αυτός ήταν ο όμορφος αγαπημένος της που είχε δει στη φαντασία της!

Καημένη Τζίλντα...

"Μ' αγαπάς" της είπε ο Δούκας. "Πες το μου ξανά!"
"Ναι, σ' αγαπώ" του απάντησε η Τζίλντα. "Ποιος είσαι όμως; Ποιο είναι το όνομά σου; Επιτρέπεται να το ξέρω;"
Ο Δούκας σάστισε. Δεν μπορούσε να πει το κανονικό του όνομα. Η αγάπη του δεν θα τον δεχόταν αν ήξερε πως είναι πλούσιος. Πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί, έστυψε το μυαλό του. Το βρήκε!
"Με λένε Γκουαλτιέρ Μαλντέ" είπε. "Δεν είμαι παρά ένας φτωχός φοιτητής"

Ήταν φτωχός. Τι ευτυχία! Η Τζίλντα τον άφησε να τυλίξει γύρω της τα μπράτσα του, αλλά καθώς εκείνος έκανε να τη φιλήσει, η Τζοβάνα μπήκε στη μέση και τους χώρισε.
"Τζίλντα, πρέπει να φύγει" είπε στην κοπέλα δείχνοντας τον Δούκα. "Θα σας ακούσει ο πατέρας σου!"

Αν τον έπιανα στα χέρια μου, σκέφτηκε ο Δούκας.

"Πήγαινε, γρήγορα" είπε η Τζίλντα βιαστικά. "Θα σε δει"
"Δεν θα φύγω αν δεν μου ξαναπείς πως μ' αγαπάς" αρνήθηκε ο Δούκας.
"Σ' αγαπάω πολύ" αποκρίθηκε η Τζίλντα. "Θα ξανάρθεις;" ρώτησε έπειτα με λαχτάρα.
"Ναι, ναι, θα ξανάρθω" είπε ο Δούκας και της γέμισε φιλιά τα δύο της χέρια. "Μ' έκανες τόσο ευτυχισμένο!"
Η Τζοβάνα τους διέκοψε πάλι βιαστικά.
"Έλα από εδώ, από την πόρτα του κήπου!" είπε στον Δούκα καθώς τον συνόδευε έξω.
"Αντίο, αγαπημένη" ψιθύρισε αυτός στη Τζίλντα.
"Αντίο"

Κι ενώ εκείνος έφευγε κρυφά μέσα στη νύχτα, εκείνη έπεφτε στο κρεβάτι της και κοιμόταν νιώθοντας ακόμη το τρυφερό άγγιγμα του Γκουαλτιέρ της, με τις σκέψεις της να ταξιδεύουν στο φιλί που παραλίγο να της δώσει...
"Αγάπη μου..." μουρμούρισε καθώς ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρά της και την έπαιρνε μαζί του....

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Where stories live. Discover now