κεφάλαιο 4ο

Start from the beginning
                                    

Του τα σκούπισα με τα χέρια μου.

"Ησύχασε. Ήσουν πολύ γενναίος" είπα και βούρκωσα και εγώ.

Τότε ήρθε κοντά η αδελφή του η οποία δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Του έπιασε τα χέρια.

"Τι θα κάνουμε; Πού μας πάνε;" ρώτησε τρέμοντας.

"Προφανώς θα μας πάνε στα μέρη τους και μετά θα μας πουλήσουν για σκλάβους" της είπα.

Δεν είχε νόημα να της δίνω ελπίδες. Έπρεπε όλοι να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα όσο σκληρή και να ήταν.

Της έφυγε ένας λυγμός και ο Τζορτζ της χάιδεψε το μάγουλο. Παρά την δική του τραγωδία, προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα.

Τα δύο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και εγώ κοίταξα τον ουρανό.

"Θεέ μου γιατί δεν μας προστάτεψες;" σκέφτηκα και δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου, αλλά τα σκούπισα.

Και τότε ήρθε στο μυαλό μου ένα πρόσωπο το οποίο δεν βρισκόταν μαζί μας αιχμάλωτο και θλίψη κυρίευσε την ψυχή μου.

"Ο πατέρας Ρίτσαρντ; Τον είδε κανείς; Κατάφερε να δραπετεύσει;" ρώτησα

"Τον είδα που έμπαινε στην εκκλησία και είδα στρατιώτες να τον ακολουθούν μέσα στο ναό. Προφανώς τον σκότωσαν" μου είπε η Λουσίν και εγώ έβαλα το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου.

Άρχισα να κλαίω και λυγμοί τράνταζαν το κορμί μου. Τον ένιωθα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο και είχε χαθεί και εκείνος.

Ήταν φονιάδες τελικά, ανελέητοι και χάρηκα που ο Τζορτζ έστω και για λίγο τους μίλησε όπως τους άξιζε, ακόμη και αν αυτό θα το πλήρωνε στην υπόλοιπη ζωή του. Δεν θα μπορούσε να αρθρώσει λέξη ποτέ ξανά, δεν θα μπορούσε να εκφράσει όσα ένιωθε, θα ήταν καταδικασμένος από εδώ και πέρα να ζει μέσα στην μοναξιά της σιωπής του.

Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν φωνές.

"Τι έγινε;" ρώτησα και κοίταξα γύρω μου.

Είδα δύο έφιππους να περνούν από μπροστά μας και ο ένας μάλιστα είχε μπροστά του μια γυναίκα και την αναγνώρισα αμέσως αν και δεν είδα το πρόσωπο της. Καμία άλλη δεν είχε αυτά τα κόκκινα μακριά μαλλιά που τόσο πολύ ήθελα να έχω.

Η Έμμα.

Την είχαν πιάσει τελικά, δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Την πήγαν μπροστά στον στρατηγό Ντέιβιντ και κάτι τους είπε αλλά δεν ακούσαμε τι. Της έβαλαν αλυσίδες και την άφησαν μαζί με εμάς.

Στα χρόνια του ΜεσαίωναWhere stories live. Discover now