κεφάλαιο 4ο

Comincia dall'inizio
                                    

"Και τον πλούτο που έχετε τον κλέβετε από άλλους αξιότιμε στρατηγέ όπως κάνατε και στον δικό μας τόπο; Γιατί εμείς που είμαστε απλοί άνθρωποι ότι έχουμε ξέρουμε ότι είναι από τον κόπο μας, δεν ξέρουμε από όπλα και δολοπλοκίες, ούτε από στρατηγικά τεχνάσματα. Ξέρουμε όμως να ζούμε τίμια, όντας περήφανοι για το ότι έχουμε τις σοδειές μας, τις περιουσίες μας διότι εμείς δουλεύουμε μέρα νύχτα για να βγάλουμε το ψωμί μας. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν έρχεστε εσείς και μας κλέβετε ότι έχουμε και δεν έχουμε, με ποιο δικαίωμα σκοτώσατε τον πατέρα μου και την μητέρα μου και με ποιο δικαίωμα μας έχετε βάλει αυτές τις αλυσίδες και μας πηγαίνετε ένας Θεός ξέρει πού; Ρωτάω και απαιτώ μια εξήγηση άθλιε, κάθαρμα, ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκες" είπε κυριευμένος από την οργή και την απελπισία του και τον έφτυσε στο πρόσωπο.

Η Λουσίν δίπλα του είχε μείνει κατάπληκτη και όλοι παρακολουθούσαμε την σκηνή αμίλητοι. Ξέραμε ότι ο Τζορτζ είχε δίκιο, ότι τα λόγια του εξέφραζαν τον καθένα μας ξεχωριστά, αλλά μόνο εκείνος είχε το θάρρος να μιλήσει, να σηκώσει το ανάστημα του και σύντομα θα το πλήρωνε.

"Έχεις θάρρος αγόρι μου, πρέπει να σου το αναγνωρίσω. Όμως έχεις και μεγάλη γλώσσα και αυτό δεν μου αρέσει. Κάτι πρέπει να γίνει λοιπόν για αυτό" είπε κοιτάζοντας τον χαιρέκακα.

"Τι εννοείτε;" ρώτησε έντρομη η Λουσίν δίπλα του.

"Στρατιώτες κόψτε του την γλώσσα, ώστε να μην μπορεί να αντιμιλήσει ποτέ ξανά" διέταξε ο στρατηγός.

"Τι; Όχι, όχι δεν μπορείτε να του το κάνετε αυτό" ούρλιαξε εκείνη και αγκάλιασε τον Τζορτζ. "Ζήτα να σε συγχωρέσει, ζήτα έλεος" του είπε σπαραχτικά.

Εκείνος είχε χάσει το χρώμα του, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα.

"Δεν μετανιώνω για ότι είπα. Αν είναι να πληρώσω το θάρρος που έδειξα ας είναι" είπε περήφανος.

"Τι λες; Όχι, αδερφέ μου!" φώναζε η Λουσίν υστερικά, αλλά στρατιώτες την απομάκρυναν από κοντά του και κάποιοι άλλοι ανέλαβαν να κάνουν ότι διέταξε ο Ντέιβιντ και ο Τζορτζ δεν αντέδρασε ούτε στο ελάχιστο.

****

Μετά από κάποια ώρα είχαμε σταματήσει στο δάσος για να ξεκουραστούμε.

Εγώ πλησίασα τον Τζορτζ ο οποίος έτρεμε από την σύγχυση και τον αγκάλιασα.

Ήθελε να φανεί γενναίος, αλλά είχε λυγίσει.

"Προσπάθησε να ηρεμήσεις" του είπα.

Πήγε να μου πει κάτι, αλλά ακούστηκε σαν μουγκρητό. Έπειτα δάκρυα κύλησαν στα μάτια του.

Στα χρόνια του ΜεσαίωναDove le storie prendono vita. Scoprilo ora