ΑΠΟΒΡΑΔΟ

230 12 1
                                    

Ήταν πια απόβραδο. Μόλις είχε βγει ο κύριος με το σμόκιν να εξιχνιάσει την υπόθεση και οι εναπομείναντες περιμένανε υπομονετικά να έρθει χωρίς την συνοδεία βρικολάκων. Ήρθε πίσω αμέσως.

"Ας έρθει κάποιος, χρειάζονται βοήθεια!" είπε και εξήλθε από στη σπηλιά έξω στο παγερό θυελλώδες περιβάλλον της καταιγίδας. Κοίταξα γύρω μου, κανένας πρόθυμος να ακολουθήσει. Αναγκασμένος πήγα εγώ να βοηθήσω, έχοντας εμπιστοσύνη στον κύριο αυτόν.

Αφού βγήκα, βρήκα την παρέα που προ ολίγου μας είχε αποχαιρετήσει για το Ζαρίφη. Ο άνδρας με το σμόκιν κρατούσε στα χέρια του έναν άλλο άντρα για να τον αφήσει μέσα στη σπηλιά, ενώ ο Ιωσήφ κρατούσε στον ώμο του με την ελάχιστη δύναμη που του είχε απομείνει μια κυρία που φαινόταν εξίσου εξουθενωμένη με εκείνον. Την συνόδευσα εγώ μέχρι την σπηλιά. Όταν επέστρεψα, βρήκα τον Ιωσήφ μόνο του, ανυπεράσπιστο κατάχαμα μέσα στην λάσπη ανήμπορο να περπατήσει μα και να αναπνεύσει ακόμη. Τον σήκωσα.

"Κωνσταντίνε" αναφώνησε άψυχα με την τελευταία σπιθαμή δύναμης που διέθετε όταν με θώρησε. Ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει να λέει το όνομά μου. Δεν ήμουν πια ο "πρωτευουσιάνος", ίσως ποτέ δεν ήμουν. Ένιωσα παράξενα. Έμεινα για λίγο να κοιτάω τα νυσταγμένα μάτια του, ενώ μας έλουζε η δυνατή βροχή. Συνήλθα μετά από λίγο και τον οδήγησα μέσα στην θαλπωρή της σπηλιάς που είχε γεμίσει τώρα που υπήρχε απαρτία.

Τον άφησα στη δικιά μου γωνιά, μακριά από τα άτομα της δικιάς του ομάδας που φαίνονταν άρρωστοι μιας και εκείνος βρισκόταν σε πιο δυσμενή θέση. Είχαν φέρει μαζί τους ένα μάτσο ξύλα και έτσι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούν. Έψαξα στο Πάτροκλο, που βρίσκονταν μαζί με τα άλλα ζώα στριμωγμένα μέσα στη σπηλιά, το παλτό μου. Το έβγαλα από την αποσκευή και μαζί με αυτό έπεσε το φαρμακείο που η μάνα μου με είχε παρακινήσει να πάρω μαζί μου. Να που και τα δύο χρησίμευσαν!

Σκέπασα τον Ιωσήφ που είχε αρχίσει να τρέμει αδιάκοπα χωρίς να μπορεί να το ελέγξει και του έδωσα ασπιρίνη να τον καταπραΰνω. Επίσης, μοίρασα την ασπιρίνη σε όλους όσους έλειπαν προηγουμένως και έριξα οινόπνευμα στη φωτιά για να ζεσταθούν όσο μπορούν περισσότερο. Ορμήνεψα τους πάντες να βρουν κάτι να σκεπαστούν, αν κρύωναν και να πιουν μπόλικο νερό, το οποίο προμηθεύαμε από το εξωτερικό της σπηλιάς και το ζεσταίναμε μέχρι να φθάσει στη θερμοκρασία δωματίου. Με το νερό που δεν ζεσταίναμε, βρέχαμε πετσέτες και τις απλώναμε πάνω στα ιδρωμένα κούτελα των ασθενών.

🎉 You've finished reading Έχει πάντα καλό καιρό τον Αύγουστο 🎉
Έχει πάντα καλό καιρό τον ΑύγουστοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα