Νομίζω εκεί συνειδητοποίησα το πόσο σε είχα ερωτευτεί.

Μπορώ να σου πω ένα μυστικό; Η αλήθεια είναι πως πλέον δεν θυμάμαι την φωνή σου. Δεν θυμάμαι πως ακουγόταν, μα κι εκείνη είχα μάθει να την αγαπώ. Ούτε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά σου θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τα μαλλιά σου μα αυτό που πονάει περισσότερο είναι ότι έχω ξεχάσει τα μάτια σου. Με κοιτούσαν με τέτοιο τρόπο που με είχε πείσει πως ήμουν μοναδικός. Ακόμα κι όταν τα χείλη σου έφτυναν κάθε άλλο από μελιστάλλακτα λόγια προς το πρόσωπό μου, με κοιτούσες με τον ίδιο τρόπο.

Ίσως τότε να κατάλαβα πόσο με αγαπούσες," έγραψε, και το γλυκό χαμόγελο πλέον σβήστηκε από το πρόσωπό του. Την θέση του πήρε μια έκφραση μελαγχολίας, μα ακόμα προσπαθούσε να χαμογελάσει. Το μελάνι του πλέον στέγνωνε πολύ συχνότερα, μα δεν τον ένοιαζε. Όσα μας πονούν δύσκολα τα γράφουμε, γιατί μας εκθέτουν.

"Ένα από τα πολλά-μα όχι αρκετά- βράδια που μιλούσαμε μέχρι τα χαράματα μου είχες πει πως πάντα πρέπει να χαμογελώ, ό,τι και αν μου συμβαίνει. Μου είχες πει πως πάντα πρέπει να κοιτάζω μπροστά, με ευθυτενείς ώμους, ανοιχτό βήμα και ένα χαμόγελο. Πρέπει να έχω πίστη για να προχωρήσω στην ζωή μου, πίστη στο ότι θα δουλέψω για κάτι καλύτερο και πως θα γίνει δικό μου μια μέρα.

Πάντως να ξέρεις, ακόμα κι όταν τσακωνόμασταν, εγώ ακόμα βρισκόμουν καθισμένος στο σύννεφο. Είχα πίστη.

Όπως είχες κι εσύ.

Ξαφνικά όμως, μια μέρα έπαψες να υπάρχεις.

Και τότε

ήταν που άρχισε η

πτώση μου."

Στο χαρτί του άρχισε να τρέχει λίγο το μελάνι, και κάποιος θα νόμιζε πως δεν ήξερε να το χρησιμοποιεί σωστά. Μα όχι, το χέρι του έτρεμε και ξεροκατάπινε συνέχεια, μα το χαμόγελο έπρεπε να μείνει στο πρόσωπό του πάση θυσία.

"Μια μέρα, με ενημέρωσαν πως... έφυγες. Θεέ μου, μακάρι να μου έλεγες ότι απλά με παράτησες και έφυγες για κάποιο μέρος μακρινό, μα εκεί που πήγες δεν μπορεί να σε φτάσει κανείς.

Εγώ έπεφτα και εσύ ανέβαινες.

Όμως, βλέπεις, δεν έπεφτα με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που περιγράφουν οι άλλοι άνθρωποι. Όχι. Όχι, εγώ, εγώ έπεφτα πέντε εκατοστά το δευτερόλεπτο, με ενδιάμεσες παύσεις που μπορεί να κρατούσαν και μήνες.

Από τότε που έφυγες πέφτω διαρκώς, αρνούμαι την απουσία σου και μετά μόλις την ξαναπαραδεχτώ συνεχίζω να πέφτω, αργά, βασανιστικά, λες και είμαι κακούργος και κάποιος με τιμωρεί.

Ποτέ δεν ζήσαμε τον έρωτά μας. Ποτέ δεν σε φίλησα, ποτέ δεν σου έκανα έρωτα. Τότε γιατί δεν μπορώ να σε ξεπεράσω;

Ω, μα όλα αυτά θα ήμουν διατεθειμένος να αναγκάσω τον εαυτό μου να τα ξεχάσει αν ζούσες, έστω και χωρίς εμένα.

Μα δεν ζεις." Ο άντρας άρχισε να κλαίει βουβά ενώ έχυσε τα συναισθήματά του στο χαρτί του. Το χαμόγελό του είχε σβηστεί εντελώς και θα νόμιζε κανείς πως έτσι όπως καθόταν, με το πρόσωπο χωμένο μέσα στις παλάμες του, ήταν ένα μικρό παιδί.

Ένας χαρωπός ήχος στην πόρτα διέκοψε το ντελίριό του. Κάποιος την χτυπούσε.

Μπαμπά, το δείπνο είναι έτοιμο, η μαμά είπε να σε φωνάξω! Σε περιμένουμε!" Άκουσε την φωνούλα της και ήταν λες και κάποιος τον έλουσε με κρύο νερό.

ΆλγοςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα