The beginning of their end

53 5 3
                                    

Μετά τον θάνατο της μητέρας του κλείστηκε στο δωμάτιο του. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν ,δεν ήθελε να ακούσει κανέναν. Ήθελε απλά να μείνει μόνος του και να σκεφτεί . Να σκεφτεί ότι δεν θα την ξαναδεί ποτέ . Ότι δεν θα ξαναδεί το χαμόγελο της και δεν θα ξανανιώσει το απαλό χάδι της στο κεφάλι  του. 

  Αυτό όμως που ήθελε να σκεφτεί περισσότερο ήταν το πώς θα πάρει εκδίκηση από αυτό το κάθαρμα . Αυτόν τον άνθρωπο που έχει τολμήσει να την ακουμπήσει . Αυτό το τέρας που δεν δίστασε να την σκοτώσει χωρίς να σκεφτεί...

  Το μυαλό του ταξίδευε. Θυμόταν τις ωραίες στιγμές που είχε περάσει μαζί της . Θυμήθηκε τότε που είχαν πάει μαζί στην θάλασσα όταν ήταν ακόμη μικρός και μάζευαν κοχύλια. Αλλά οι σκέψεις του αυτές άρχιζαν να θολώνουν και άλλες ποίο σκοτεινές ξεπηδούσαν. Πόνος,θυμός,λύπη και δίψα για εκδίκηση τον πλημμύριζαν.

   Τρείς μέρες είχε απομονωθεί στο δωμάτιο του. Όμως δεν είχε πλέον την μητέρα του στο μυαλό του. Πλέον δεν ήταν το δεκαεπτάχρονο παιδί που όλοι γνωριζαν . Τώρα το μυαλό του λειτουργούσε αλλιώς . Τελικά αυτός ο άνθρωπος ,ο ίδιος του ο πατέρας , κατάφερε να τον τρελάνει. Και θα το είχε κάνει καιρό πριν αν δεν ήταν η μητέρα του . Αλλά του την πήρε.

   Μια νύχτα ,ως συνήθως, γύρισε τύφλα με ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι . Εκείνος τον άκουσε από το δωμάτιο του . Η μητέρα του του είχε πει να μην βγαίνει από εκεί ό,τι και αν ακούσει . Εκείνος πάντα την άκουγε και ήξερε επίσης ότι τις περισσότερες φορές την χτυπούσε αλλά δεν ήξερε ότι τελικά θα την σκότωνε . Αν το ήξερε θα είχε κάνει τα πάντα για να την σώσει . Έσπασε το μπουκάλι που κράταγε στο χέρι του και το ελάχιστο ποτό που είχε μείνει μέσα σε αυτό λέρωσε το πάτωμα . Χωρίς δεύτερη σκέψη την κάρφωσε μια φορά στην κοιλιά  και έπειτα της έκοψε τον λαιμό. Αφού κατάλαβε τι είχε κάνει έτρεξε και βγήκε από το σπίτι . Ακούγοντας την μητέρα του να κραυγάζει από πόνο και έχοντας καταλάβει ότι ο πατέρας του έφυγε κατέβηκε τρέχοντας από το δωμάτιο του και πήγε στο καθιστικό όπου και την βρήκε . Οι τελευταίες λέξεις της ήταν
"Σ' αγαπώ πολύ"

  Την τέταρτη μέρα βγήκε από το δωμάτιο του και κατέβηκε στην κουζίνα όπου βρήκε μια σακούλα με ψώνια και ένα σημείωμα "θα αργήσω αν αποφάσισες να κατέβεις φάε κάτι " . Η γιαγιά του είχε έρθει σπίτι  γιατί αυτή θα αναλάμβανε την κηδεμονία καθώς δεν υπήρχε άλλος κοντινός συγγενής του, εκτός απ' τον θείο και την θεία του οι οποίοι δεν δέχτηκαν. Ποτέ δεν συμπάθησε πραγματικά την γιαγιά του έτσι και αλλιώς δεν του συμπεριφέρθηκε καλά ποτέ της. Αυτή θα ήταν η πρώτη. Πήρε λίγο ψωμί και λίγο τυρί και ανέβηκε ξανά επάνω .

  Έψαξε στην συλλογή με τις κασέτες της μητέρας του και βρήκε την αγαπημένη του όπερα "Habanera" η οποία θα τον συνόδευε για πολύ ακόμα στα μετέπειτα εγκλήματα του . Έβαλε στο κασετόφωνο την κασέτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Πλέον είχε χαλαρώσει εντελώς , κάνεις θα έλεγε ότι είχε ξεχάσει τον θάνατο της μητέρας του . Αυτός ο δαίμονας που είχε δημιουργηθεί,δεν είχε καμία σχέση με τον νεαρό Τζορτζ Φιντς .
 
  Ξαφνικά ένας ήχος από σκουριασμένους μεντεσέδες ακούστηκε και η πόρτα του σπιτιού άνοιξε . Η γιαγιά του , Μαίρη Φιντς ,είχε επιστρέψει . Αυτό ήταν... Αυτή ήταν η αρχή του τέλους τους... Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της οικογένειας Φιντς!

The Changed oneWhere stories live. Discover now