| Κεφάλαιο III |

35 4 0
                                    

   Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και για ένα εννιάχρονο σαν κι εμένα δεν είναι ότι καλύτερο το να μην κοιμάσαι.
Μόλις βεβαιώθηκα ότι οι παππούδες μου κοιμούνται, σηκώθηκα αθόρυβα.
   Ο παππούς μου είχε φτιάξει το αγαπημένο μου γλυκό και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Έτσι το σχέδιο μου να φυγαδεύσω-βγω βόλτα πήγε στράφι.
   Άνοιξα την ντουλάπα, έβγαλα τον σάκο και προχώρησα στον διάδρομο όσο πιο αθόρηβα μπορούσα, πήρα και τα κλειδιά μου, άφησα το σημείωμα που είχα ετοιμάσει (δεν έλεγε πολλά, μόνο εξηγούσε την όλη φάση και τον λόγο που έφευγα).
   Βγήκα έξω και περπάτησα μα ούτε στα 5 μέτρα σταμάτησα. Γύρισα πίσω κοίταξα το σπίτι που μεγάλωσα και ένιωσα ένα ζεστο δάκρυ να κυλά στο παγωμένο μου μάγουλο. 'Είναι για το καλό όλων Φαίη' επαναλάμβανα στον εαυτό μου.
   Οπότε γύρισα και κίνησα για την κοντινότερη στάση λεοφωρίου. 'Αντίο Γουέστ Γουίντ' σκέφτηκα καθώς περνούσα μπροστά από το Ντράιβ-Ιν που πέρασα αξέχαστα καλοκαίρια. Μπέθανι Χομ και 55η λεοφώρος, στάση λεοφωρίου....οχι. Πιο πάνω.
   Η 55η λεοφώρος ήταν σχεδόν άδεια. Δέκα λεπτα αργότερα βρησκόμουν μπροστά από το ταχυδρομείο, όπου βρήκα ένα αγόρι με καστανά, πλούσια μαλλιά κι ένα κόκκινο καπέλο του μπέιζμπολ. Το αγόρι γύρισε και με κοίταξε. "Φαίη!" αποκρήθηκε με δυνατή φωνή λίγο πριν τυλίξει τα χέρια του γύρω από το μικροκαμωμένο σώμα μου. "Σέζαρ, γεια! Συγγνώμη που άργησα, αλλά οι παππούδες μου δεν με άφηναν να φύγω οπότε αναγκάστηκα να το σκάσω."
   Σέζαρ λοιπόν, είναι ο προστάτης σάτυρος μου που θα με κατευθύνει στην Κατασκήνωση. Ήταν υποτιθέμενος μαθητής ανταλλαγής από την Νέα Υόρκη, σταλμένος από τον Χείρων να βρει ημίαιμα παιδιά στην Αριζόνα και αυτό τον έστρεψε προς το Γκλέντεϊλ, όπου βρήκε εμένα. Μου έστειλε λοιπόν το γράμμα και συναντηθήκαμε σε ένα πάρκο για να μου μιλήσει.
   "Λοιπόν σε μισή ώρα έρχεται το δρομολόγιο 80 που θα μας πάει στο Μισούρι και από εκεί θα πάρουμε το 87 που θα μας πάει στην Νεα Υόρκη, μετά θα βρούμε ταξί." είπε ο Σέζαρ που είχε καθίσει πάλι στο παγκάκι της στάσης. "Ουάου, δεν περίμενα να είναι τόσο εύκολο." του είπα περιμένοντας να ακούσω το 'άλλα'. Ο σάτυρος με κοίταξε με την άκρη του ματιού του γελώντας. "Ναι, μάλλον ξέχασα να αναφέρω ότι αυτή θα είναι η διαδρομή μας, ΑΝ είμαστε τυχεροί." Άφησα έναν ήχο απόγνωσης στα λόγια του, ύστερα διόρθωσα τα λουριά της τσάντας μου και κάθησα δίπλα του.
   Η υπόλοιπη μισή ώρα ήταν γεμάτη αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, μπας και βγάλουμε άκρη για το ποια είναι η μάνα μου. Αφού έφτασε το λεωφορείο κι επιβιβαστήκαμε αποφασίσαμε να κοιμηθούμε με βάρδιες. Εγώ θα κοιμόμουν πρώτη και ο Σέζαρ θα με ξυπνούσε σε μια ώρα, μετά θα κοιμόταν αυτός και θα τον ξυπνούσα και αυτό θα συνεχιζόταν έως ότου να φτάσουμε.
Στον ύπνο μου είδα ένα γεράκι να πέτα αρκετά χαμηλά στο έδαφος από το συνηθισμένο, ενώ δύο μαύροι υπερμεγέθη λύκοι το είχαν πάρει από πίσω. Δύο αγριεμένα σκυλιά κυνηγούσαν ένα σαρκοβόρο πτηνό, μάλιστα. Τέλεια!
   Έμεινα να κοιτάω με ορθάνοιχτο στόμα το κτήριο που υψωνόταν από το έδαφος. Τα ελάχιστα δέντρα που υπήρχαν πριν εξαφανίστηκαν μαζί με τα δύο τετράποδα, μα το φτερωτό πλάσμα στεκόταν πάνω σε ένα από τα αναρριχόμενα ξεροκλάδια, που φύτρωναν στην βάση ενός από τους κίονες και με περίμενε.
   Το κτήριο έμοιαζε με το Καπιτόλιο χωρίς τον τρούλο, ή όπως το λένε, και περισσότερες χρυσές λεπτομέρειες. Το χώμα είχε αντικατασταθεί από λεία σμιλεμένη πέτρα και μάρμαρο. Επιβλητικό στεκόταν το άγαλμα ενός παγωνιού ακριβώς από πίσω μου, με λίγα λόγια βρησκόμουν ανάμεσα στον ναό και ένα αριστούργημα.
   Ένιωθα ανασφαλής, παράξενα και το ότι ήμουν μόνη μου μού δημιουργούσε ανατριχίλα. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά. Τίποτα. Κανείς. "Παρακαλώ; Είναι κάνεις εδώ;" η τρεμαμενη φωνή μου αντήχησε στον απέραντο χώρο που αν ξεκινούσε να τρέχεις, ποιος ήξερε που θα φτάσεις. Μα δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε.
Ανέβηκα προσεχτικά τις σκάλες κοιτώντας μια κάτω, μια το καταραμένο το πετούμενο που δεν έλεγε να πάψει να με κοιτάει, κάτι που έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Το προσπέρασα και προσπάθησα να το αγνοήσω μέχρι που έφτασα μπροστά στην χρυσή πόρτα, σκαλισμένη απάνω της ήταν ένα ρόδι, ΟΚ; Η πόρτα ανοίγει μόνη της πριν καν την αγγίξω και χτυπάει τον τοίχο με έναν δυνατό κροτο, τι πρωτότυπο. Το σκοτάδι πάλευε με το φως δίνοντας το αποτέλεσμα μιας αβύσσου τόσο αχανής όσο και τα Τάρταρα. Αχα...ναι, παμ' παρακάτω. Μόλις η μύτη του ποδιού μου πάτησε το πάτωμα πέρα από την πόρτα ένα ρίγος με διαπέρασε κι έκλεισα τα μάτια μου. Και να σου πω κάτι, καλά έκανα.
   Το επόμενο πράγμα που 'ξερα τα μάτια μου άνοιγαν σιγά-σιγά για να αντικρισουν το μισοφωτισμένο διάδρομο μπροστά μου. Κοίταξα στα δεξιά μου και είδα τον Σέζαρ να διαβάζει. Με αντιλήφθηκε και γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση μου. "Ξέρεις έχεις κάνα εικοσάλεπτο ακόμα για να κοιμηθείς. Ξεκουράσου τώρα που μπορείς." με ενημέρωσε αφού κοίταξε το ρολόι του
"Ευχαριστώ, μα δεν μπορώ να κοιμηθώ." του είπα ευγενικά
"Εφιάλτης;"
"Δεν θα το 'λεγα κι έτσι..."
"Ξεφουρνισε τα όλα." γούρλωσε τα μάτια του με περιέργεια κι έκλεισε το βιβλίο, που κειτόταν πλέον ξεχασμένο πάνω στα πόδια του και το έχωσε μέσα στην τσάντα του.
   Αφού του είπα όσα είδα στ' όνειρο μου με όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα, ο Σέζαρ χλωμιασε. Άρχισε να πέρνει βαθιές, κοφτές ανασες και να μουρμουράει. Αφού ηρέμησε εσμιξε τα φρύδια του και με κοίταξε στα μάτια. "Σου έχει ξανασυμβεί αυτό;". Κουνησα το κεφάλι μου ως ένδειξη άρνησης "Εννοώ, ναι, αλλά όχι έτσι. Συνήθως βλέπω μία κοπελιά με ένα σημάδι σαν το δικό μου να υποφέρει από το κάψιμο της λάμψης του και πίστεψε με, γνωρίζω πόσο απαίσιος είναι αυτός ο πόνος." του είπα κοιτώντας τις άδειες θέσεις του σωτήριου οχήματος. Μετά απ' αυτό έπεσε νεκρική και άβολη σιγή, δηλαδή απορώ πως δεν πέρασε καμία από' κεινες τις μπάλες ξηρού χόρτου όπως και στις γουέστερν ταινίες.
   Ξαφνικά τα φρένα άρχισαν να στριγκλίζουν και σπινθήρες φώτισαν τον δρόμο θαρρείς και ξημέρωνε. Το τεράστιο μεταφορικό μέσο έσπασε το διαχωριστικό κιγκλιδωμα ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας πριν φέρει τρεις τούμπες και σταματήσει αναποδογυρισμένο στη μέση και των δύο.
   Η καρδιά μου είχε πεταχτεί μια βόλτα μέχρι τη θέση του οδηγού και ξανά πίσω στο στήθος μου, πάλι καλά δε λες. Κρεμόμουν ανάποδα σαν τη μαϊμού, τα μπούτια μου να ποναν λόγω της επιρροής της βαρύτητας και της ζώνης. Άπλωσα το τρεμάμενο δεξί μου χέρι και την ξεκούμπωσα με προσοχή, όσο γινόταν, για να μην πέσω και σπάσω το κεφάλι μου. Ζούλιχτηκα στην πλάτη της γαλαρίας και στρίμωξα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στις θέσεις με τις παλάμες μου πιεσμένες στο κάλυμμα. 'Βαθιά ανάσα και πάμε!'. Αργά και σταθερά άρχισα να κατεβαίνω προς τα κατω. Ακούμπησα το κεφάλι μου στην οροφή, σπρώχνοντας λίγο παραπάνω ακούμπησαν και οι ώμοι μου. Ως τότε τα πόδια μου ειχαν τυλιχτεί γύρω από την πλάτη της θέσης ενώ τα χέρια μου υποστήριζαν το βάρος μου τοποθετημένα στα πλάγια του σώματος μου. Κρατώντας την ανάσα μου, έδωσα μια γερή σπρωξιά και η μέση μου χτύπησε με δύναμη την οροφή, μιας και τα πόδια μου γλιστρούσαν από τον ιδρώτα.
   Κάθε μυς του σώματος μου πονούσε. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί αλλά όταν κατάφερα να βρω την δύναμη να σηκωθώ και κοίταξα έξω από το πίσω τζάμι, ο ουρανος ήταν πιο ανοιχτόχρωμος. Ίσιωσα την πλάτη μου κοίταξα γύρω μου. Τα μισά παράθυρα ήταν σπασμένα. "Τι στον κόρακα; Τόσο μεγάλο αυτοκινητιστικό ατύχημα και κάνεις δεν το πήρε χαμπάρι;" μονολόγησα. "Η Ομίχλη καλύπτει το σημείο, με αποτέλεσμα να μην το έχουν καταλάβει ακόμα οι θνητοί." ακούστηκε μια φωνή από πάνω μου. Ο σάτυρος υπεύθυνος για την φροντίδα μου είχε τα μάτια του κλειστά, φανερά πως ήταν ακόμα ζαλισμένος από την τρελή γύρα με το τρενάκι του τρόμου.
   "Σεζ! Ω Θεέ μου, χίλια συγγνώμη. Σε ξεχασα." αναφώνησα καλύπτοντας το στόμα μου μα την παλάμη. "Δεν βοηθάς!" μουρμούρισε. Δεν ξέρω αν είχε στόχο να με κάνει να γελάσω πάντως κάτι κατάφερε.
   Ένα τέταρτο, περίπου, αργότερα, το γυμνασμένο σώμα του καλοκάγαθου 'γίγαντα', προσγειώθηκε με ένα γδούπο στο πάτωμα. Πετάχτηκε όρθιος σαν την σούστα και άρχισε να μαζευει τα σκορπισμένα πράγματα του. Εγώ τον κοιτουσα έκπληκτη, μιας και προλίγου έμοιαζε τόσο εξουθενωμένος που σχεδόν τον λυπήθηκα. Γύρισε και με κοίταξε με μια μια παραξενεμένη ματιά προτού πει: "Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου; Τι με κοιτάς έτσι; Μάζεψε τα πράματα σου το ξόρκι δεν κρατάει για πάντα." και βιάστηκε να μαζέψει τον αυλό του που είχε πεταχτεί τέσσερεις σειρές πιο μπροστά. Μάζεψα την τσάντα μου από την γωνία που είχε στουμπωθεί και το κάρο μπλε με κόκκινο πουκάμισο μου που κρεμόταν από το σπασμένο παράθυρο. Το φόρεσα πάνω από το βαμβακερό άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και δίπλωσε τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες. Έτρεξα στον Σεζ που με περίμενε. Είχε την τσάντα στη πλάτη του, ακριβώς όπως εγώ, και κρατούσε παραμάσχαλα τις πατερίτσες του. Ναι, στους θνητους εμφανιζόταν ως άτομο με κάποια αναπηρία στα πόδια, απλή δικαιολογία για το τραγίσιο περπάτημα του.
   Κλώτσησε με δύναμη την σαραβαλιασμένη μηχανική πόρτα του οχήματος κι εκείνη έφυγε έξι μέτρα μπροστά. Βγήκε πρώτος κι εγώ έριξα μια λυπημενη ματιά στον καημένο νεκρό οδηγο. Τελικά βγήκα κι εγώ από το σιχαμένο, προβληματικό λεωφορείο και στάθηκα δίπλα στο χλωμό μου φίλο. Βασικά κι εγώ χλώμιασα οταν είδα τι κοιτούσε.
   Η πρόσοψη του επηβατικου οχήματος ήταν γεμάτη μεγάλες γρατζουνιές που μόνο ζώο θα μπορούσε να δημιουργήσει. Στο καπό υπήρχε μια τεράστια τρύπα, μάλλον απ'την σκασμενη μηχανή, καθώς μία λίμνη από λάδια είχε δημιουργηθεί. "Μάλλον γι' αυτό δεν μας κατάλαβαν. Πρέπει να φύγουμε από εδώ. ΤΏΡΑ!" φώναξε ο πάντα ψύχραιμος τραγοπόδαρος που πάντα ήξερα. Αλλά υπακουσα γιατί ήξερα πως έχει δίκιο, ότι κι αν κατάφερε τέτοια καταστροφή θα επιστρέψει. Και αυτό δεν θα είναι καλό.
   Ξεκινήσαμε την πορεία μας ακολουθώντας αυτήν του δρομολογίου, δηλαδή με το δάσος στα αριστερά και τον κάμπο να απλώνεται στα δεξιά. Περπατήσαμε για τουλάχιστον 2 ώρες μέχρι που φτάσαμε σε ένα πανδοχείο. Φυσικά είχαμε βγει σε κανονικό δρόμο που αυτό σημαίνε αμαξια, πολλά αμάξια. Αλλά δεν κάναμε οτοστόπ. Μπήκαμε στο μικρό μοτέλ και ζητήσαμε ένα δίκλινο δωμάτιο μόνο για απόψε. Τις δώσαμε 60 δολάρια και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιο 46.
   "Λοιπόν η κοπελιά στην ρεσεψιόν είπε ότι βρισκόμαστε στην Τάλσα, Οκλαχόμα. Αν πάρουμε λ-" ξεκίνησε τις φλυαρίες ο αναθεματισμένος πριν καν κάτσουμε.
"Όχι τώρα Σεζ. Νυστάζω. Νιωθω πως θα διαλυθώ." του απάντησα κι αυτός σώπασε. Δεν ντύθηκα, απλά έβγαλα τα παπούτσια μου και μπηκα κάτω από το σεντόνι. Τα μάτια μου έκλεισαν μόλις το κεφάλι μου ακούμπησε το μαξιλάρι και οδηγήθηκα σε έναν κόσμο χωρίς όνειρο, ευτυχώς.

Η Κόρες της Βασιλίσσης [1] ~ Η Ηγέτης Where stories live. Discover now