Η Σάρα κοίταξε την ενριέτα με την άκρη του ματιού της κι εκείνη της ανταπέδωσε το βλέμμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

-κι ύστερα; Τι έγινε;

-τίποτα ο καιρός πέρασε και η Άννα έφυγε όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ της χρόνια. Εγώ ήμουν μόλις 13. μου έλειπε ειδικά στην αρχή αλλά δε μπορούσα να κάνω τίποτα γι'αυτό. Αφοσιώθηκα λοιπόν στις ξένες γλώσσες και άρχισα να καταστρώνω σχέδια για μια ζωή γεμάτη λάμψη όπως σας είπα και χτες. Σταμάτησε κι ακούμπησε στη ράχη της καρέκλας της.

-Και κάποτε ήρθε η μέρα που η Αλίκη κι ο άντρας της αποφάσισαν να στείλουν την κόρη τους στο ειδικό σχολείο.

-ήταν κολέγιο ή κάτι τέτοιο η Λίντα είχε μεγαλώσει πολύ πια. Δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα διαφορετικό απ'αυτό.

-Πώς το πήρε η μητέρα σου;

-λυπήθηκε πολύ, δε μπορούσε να αποχωρισθεί τη Λίντα αλλά καταλάβαινε κι εκείνη πως δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ήθελε το καλύτερο γι'αυτή. Όλοι το ίδιο θέλαμε. Ήταν τόσο όμορφη κοπέλα.

Για δεύτερη φορά η σάρα κρυφοκοίταξε την επιθεωρήτρια αλλά αυτή τη φορά εκείνη φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της. Προφανώς θα είχε προσέξει κι εκείνη την αλλαγή στη φωνή της Άρτεμης.

-για λίγο καιρό η Λίντα πήγαινε δοκιμαστικά σε κείνο το κολέγιο μόνο για λίγες ώρες και μετά επέστρεφε στο σπίτι. Έπρεπε να προσαρμοστεί σιγά σιγά για να δεχτεί το νέο της περιβάλλον χωρίς να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Κι αυτό έγινε, γύριζε στο σπίτι πολύ ευχαριστημένη, ήταν χαρούμενη κι αυτό ευχαριστούσε τους γονείς της και τη μητέρα μου. Έτσι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει το σπίτι. Η μητέρα μου έκλαψε τη μέρα εκείνη και της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να τη βλέπει τα σάββατα. Έτσι θα ήταν και οι δυο ικανοποιημένες.

-Και; Έγιναν έτσι τα πράγματα;

-ναι, στην αρχή όλα πήγαιναν όπως ακριβώς τα είχαν σχεδιάσει. Η Λίντα μιλούσε στη μαμά για τους συμμαθητές της και για τα αγόρια που την κοίταζαν και γελούσαν δυνατά. Η μητέρα μου την άκουγε με προσοχή και της έδινε χρήσιμες συμβουλές. Αλλά κάποτε όλα αυτά άλλαξαν.

-γιατί;

-επειδή η μητέρα μου τσακώθηκε πολύ με την Αλίκη. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν.

-καβγάδιζαν πολύ δυνατά.

-τι έλεγαν;

-θα σας πω, μη βιάζεστε δεν ήρθε η ώρα γι'αυτό. Η ενριέτα μόρφασε, δεν έπρεπε να αρχίσει και πάλι να θυμώνει, η Άρτεμη μιλούσε επιτέλους, κάποτε θα έφτανε και στο δολοφόνο. Κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή, η ώρα ήταν ένδεκα.

-ύστερα από αυτόν τον καβγά η μητέρα μου σταμάτησε να επισκέπτεται τη Λίντα, της τηλεφωνούσε όμως κάθε φορά που ήξερε πως εκείνη ήταν στο σπίτι και μιλούσαν ώρες πολλές. Δεν ξέρω τι έλεγαν πάντως η μαμά χαμογελούσε και πάλι. Λίγο αργότερα φύγαμε όπως ξέρετε. Σταμάτησε και πάλι.

-Και τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγω. Η ενριέτα άφησε το στυλό της στο γραφείο.

-Όχι, τόσο νωρίς;

-ναι, πρέπει να δουλέψω όπως δουλεύεις τώρα κι εσύ.

Στην πραγματικότητα έλεγε ψέματα, βιαζόταν να φύγει για να συναντήσει τον άρη. Της είχε τηλεφωνήσει νωρίς το πρωί κι είχαν κανονίσει να πάνε για καφέ αφού κι εκείνη δούλευε αργότερα αυτή τη μέρα.

-μόνο που μένουν πολλά ακόμη να μας πεις. Η απογοήτευση ήταν ολοφάνερη στη φωνή της επιθεωρήτριας.

-το ξέρω, θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε αύριο.

Η ενριέτα θέλησε και πάλι να διαμαρτυρηθεί, δεν της άρεσε καθόλου αυτό το παιχνίδι που έπαιζε η Άρτεμη αλλά μια σκέψη τη σταμάτησε. Τι θα γινόταν αν η Άρτεμη δεν ξαναγύριζε; Θα τα κατάφερνε αυτή τη φορά να φτάσει μόνη της ως το τέρμα; Την προηγούμενη είχε αποτύχει και δεν έπρεπε για κανένα λόγο να επαναληφθεί αυτό.

-εντάξει είπε τελικά, θα σε περιμένουμε αύριο την ίδια ώρα αν σε βολεύει.

-ναι, με βολεύει είπε η Άρτεμη και σηκώθηκε.

-λοιπόν θα τα πούμε, τις χαιρέτισε με ένα αμυδρό κούνημα του κεφαλιού και βγήκε.

-Αλέξανδρος, φώναξε με χαρά λίγο αργότερα. Μόλις είχε λάβει το μήνυμα με την απάντηση που περίμενε. Αυτό έπρεπε να είναι. Η επιθεωρήτρια ήταν γυναίκα, σίγουρα θα είχε αδυναμία στο φίλο της. Αλλά μήπως αυτό ήταν προφανές; Δεν έχανε τίποτα να δοκιμάσει. Βρήκε το αρχείο και πληκτρολόγησε το όνομα στα αγγλικά και τα ελληνικά. Περίμενε με κομμένη την ανάσα αλλά τελικά τίποτα δεν έγινε. Μια βρισιά ξέφυγε από τα μισόκλειστα χείλη της. Μα πού είχε πάει το μυαλό και η εφευρετικότητά της; Την πλήρωναν για να σπάσει τον κωδικό κι εκείνη έχανε το χρόνο της ψάχνοντας εκεί που δεν έπρεπε. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Το άνοιξε κι άρχισε να ρουφά άπληστα τον κρύο αέρα. Όταν ηρέμησε το έκλεισε και κάθισε ξανά στο κρεβάτι της. Κάτι μέσα της της φώναζε πως βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Στο επόμενο μήνυμα που έστειλε ζητούσε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για την οικογένεια της επιθεωρήτριας. Κάπου εκεί θα έβρισκε το κλειδί για να ανοίξει το αρχείο.

Η πρώτη υπόθεση Where stories live. Discover now