Παγωμένη Ανάσα

113 82 84
                                    

«Λέιλα, αυτά είναι υπέροχα νέα.»

Είναι η πρώτη φορά ύστερα σχεδόν από έναν χρόνο, που ακούω την φίλη μου να είναι πραγματικά ενθουσιασμένη μαζί μου. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και οι περαστικοί φαντάζουν σαν σκιές. Μπορεί να πήρα την απόφαση να κάνω Χριστούγεννα στο Μύστικ Λέικ, μα βαθιά μέσα μου ξέρω ότι δεν είμαι έτοιμη να βηματίσω στα ίχνη που άφησα φεύγοντας ουρλιάζοντας από αυτό το μέρος. Προσπαθώ να φανώ πειστική και τα καταφέρνω.

«Νομίζω πως έχει έρθει η ώρα να κάνω μια καινούρια αρχή. Θέλω να πω για το Θεό, εδώ είναι το μέρος που μεγάλωσα, δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να μείνω μακριά.»

Σφίγγω το ακουστικό στο χέρι μου, προσπαθώντας να πιστέψω και εγώ η ίδια τα λόγια μου, μα φαντάζει βουνό. Η φωνή της Άλισον όμως με ηρεμεί. Εκείνη ήταν άλλωστε που με έπεισε να γυρίσω πίσω. Τα λόγια της, ότι το Μύστικ Λέικ πλέον είναι ασφαλές από ΕΚΕΙΝΟΝ, είχαν καταφέρει να με κάνουν να πάρω γρήγορα την απόφαση.

Έκλεισα το ακουστικό χαιρετώντας την και έμεινα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τους περαστικούς. Το χιόνι είχε αρχίσει να πυκνώνει και η ορατότητα ήταν κάπως δύσκολη, μα αυτό με τρόμαζε. Ξέροντας ότι βρίσκομαι στο ίδιο μέρος που ήμουν πριν ένα χρόνο και με τον ίδιο καιρό όπως τότε, μόνο χειρότερα κάνει τα πράγματα.

Πέρασα τα χέρια μου πάνω από τους ώμους μου και άφησα μια βαθιά ανάσα να ξετρυπώσει από μέσα μου, προσπαθώντας να νιώσω ξανά χαλαρή. Έκλεισα τα μάτια μου. Ήθελα να αισθανθώ όμορφα στο σπίτι μου. Έτσι έπρεπε τουλάχιστον. Έτσι έπρεπε να νιώθεις όταν επιστρέφεις στο σπίτι. Ασφάλεια, ζεστασιά και θαλπωρή. Μα για 'μένα δεν ήταν έτσι. Κάθε μου σημείο το ένιωθα παγωμένο. Ακόμα και τα κενά σημεία στο μυαλό μου γέμιζαν με έναν άσχημο παγωμένο εφιάλτη, παίζοντας ξανά και ξανά σαν ταινία όσα είχαν γίνει τότε.

Έσφιξα τα μάτια μου και τυλίχθηκα γύρω από την κουβέρτα μου. Είχα απομονωθεί κιόλας στο δωμάτιο και αυτό μου έκανε κακό. Από τον κάτω όροφο η μουσική ακουγόταν διασκεδαστική. Οι φωνές από τα άτομα της οικογενείας μου παρόλο που έπνιγαν όλο το σπίτι με ηρεμούσαν. Πάντα ήθελα να βρίσκομαι σε τέτοια μέρη. Με πολύ κόσμο και γεμάτο όμορφες ομιλίες. Οτιδήποτε ξένο, κενό, έρημο, παγωμένο και σκοτεινό μου θύμιζε ΕΚΕΙΝΟΝ.

Άφησα τις σκέψεις πίσω μου και έσβησα κάθε ίχνος φόβου που άφηνε τα σημάδια του πάνω μου. Δεν μπορούσα να αφήσω αυτή την ημέρα να πάει χαμένη. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο βρισκόμουν ξανά σπίτι μου, περιτριγυρισμένη από τα άτομα που αγαπώ. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και κατέβηκα τις σκάλες γρήγορα. Φόρεσα το πιο όμορφο χαμόγελο που θα μπορούσα να έχω και έπιασα μερικές από τις καστανές τούφες μου πίσω στην μακριά κοτσίδα μου.

🎉 You've finished reading Παγωμένη Ανάσα | Short Story 🎉
Παγωμένη Ανάσα | Short StoryΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα