//1//Θα ζούσαν!//

Start from the beginning
                                    

Δώδεκα χρόνια ευτυχίας καταστράφηκαν μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Την ημέρα που, εξαιτίας μου, οι γονείς μου βγήκαν από το σπίτι. Μακάρι να μην είχα ζητήσει να έρθουν στην παρουσίαση μου. Δεν θα είχαν βρεθεί στους παγωμένους δρόμους του βουνού, αν δεν είχαν σκοπό να έρθουν στο στάδιο, όπου θα γινόταν η καταραμένη παρουσίαση μου.

Είχα αυτό το συναίσθημα. Τη διαίσθηση ότι κάτι θα πάει στραβά. Όμως, επέλεξα να το αγνοήσω, γιατί θεώρησα πως ήταν το άγχος μου για την δήθεν μεγάλη μέρα. Μακάρι να μην το έκανα. Να μην επέμενα σε αυτό. Το αυτοκίνητο δεν θα έχανε ποτέ τον έλεγχο. Δεν θα έπεφτε ποτέ από τον γκρεμό. Δεν θα έχανα τους γονείς μου.

Για όλα αυτά φταίω εγώ. Έτσι όπως έφερε την ευτυχία την πήρα μακριά. Στέρησα την ζωή δυο ανθρώπων. Την ζωή των γονιών μου. Κατέστρεψα την ζωή του αδερφού μου, έτσι απλά. Τόσο την δική του, όσο και την δική μου. Δεν μπόρεσα να διώξω τις τύψεις από πανω μου. Εδώ και πέντε χρόνια ζω τους ίδιους εφιάλτες. Τους εφιάλτες που μου υπενθυμίζουν αδιάκοπα την ημέρα της αναγνώρισης.

Αυτή τη φρικτή στιγμή που αναγκάστηκα να αντικρίσω τις συνέπειες των πράξεων μου. Τα νεκρά τους σώματα. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να μπορούσα να τους ξαναδώ.

Για μια τελευταία φορά...

Ξεκλειδώνω την πόρτα του σπιτιού με δυσκολία και μπαίνω μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου με το πόδι μου. Διασχίζω τον διάδρομο με γρήγορο ρυθμό και ανεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας. Πετάω τον σάκο μου στο πάτωμα του δωματίου και βγάζω την μαύρη φόρμα που φορούσα από πάνω μου. Συνεχίζω με το απαλό μωβ κορμάκι και χαλάω αυτόν τον σφιχτό κότσο που βρίσκεται στα μαλλιά μου από το πρωί.

Μπαίνω στο μπάνιο και η επαφή του καυτού νερού με το δέρμα μου δεν αργεί να εμφανιστεί, προσφέροντας μου απερίγραπτη χαλάρωση. Τυλίγω μια πετσέτα γύρω από το σώμα μου και βγαίνω από το μπάνιο με προορισμό το δωμάτιο μου. Φοράω τις πιτζάμες μου και εξαντλημένη πια αρπάζω τα μαντηλάκια, που βρίσκονται πάνω στο κομοδίνο μου και αφαιρώ το έντονο μακιγιάζ από το πρόσωπο μου.

Κοιτάζω την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη.

Τα καστανά μαλλιά μου πέφτουν ανάλαφρα κάτω από τους ώμους μου. Γύρω από τα καστανά μου μάτια σχηματίζονται μαύροι κύκλοι από την κούραση. Τα χείλη μου σκασμένα και το δέρμα των χεριών μου πληγωμένο.

Τόνια Γιαννάτου.

Γνωστή ως το ορφανό ή φυτό του σχολείου. Το κορίτσι που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ανεχόταν προσβολές και σχόλια γιατί γνώριζε πως όλα αυτά ήταν η αλήθεια. Δεκαεφτά χρονών, με μόνο στήριγμα μου τον κατά τρια χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, Άρη και την κολλητή μου, Δάφνη.

One Last Time Where stories live. Discover now