Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

29 2 0
                                    

"Μισώ τον ήχο". Αυτό έλεγα πάντα στον εαυτό μου όταν πήγαινα σε κανένα party. Η δυνατή μουσική με κρατούσε ξύπνια στον κόσμο που δεν ήθελα καν να ζω. Τα βράδια μου συνήθως τα περνούσα βλέποντας καμία ταινία ή διαβάζοντας κάποιο βιβλίο. Παρόλα αυτά, το party για το ξεκίνημα της καινούριας σχολικής χρονιάς ήταν σήμερα και όλοι θα ήταν εκεί. Γινόταν να λείψω εγώ; Βασικά ναι γινόταν αλλά δεν ίσχυε το ίδιο για την κολλητή μου την Άρτεμης. Κάναμε παρέα από μικρή ηλικία και το αποτέλεσμα ήταν όπου πήγαινε η μία να πηγαίνει και η άλλη.

Δεν γινόταν να χάσει αυτό το party. Το αγόρι που της άρεσε θα ήταν εκεί και δεν μπορούσα να της αλλάξω γνώμη. Το κινητό μου δεν είχε σταματήσει να χτυπάει από τις ειδοποιήσεις που έκαναν όλοι για το πόσο χαρούμενοι ήταν. Μάλλον ήμουν η μοναδική που δεν ένιωθε αυτόν τον ενθουσιασμό. Πόσο μάλλον όταν η κολλητή σου σε απαγάγει και αυτήν την στιγμή βρίσκεσαι μέσα στο αμάξι του πατέρα της. Θα ορκιζόμουνα ότι πριν 3 δεύτερα ήμουν με τις πιτζάμες και τώρα έχω φτιαγμένα μαλλιά και είμαι μακιγιαρισμένη και ντυμένη για το party. Το σπίτι που γινόταν το party ήταν στο ακριβώς στον από πάνω δρόμο και δεν αργήσαμε να φτάσουμε. Στο αυτοκίνητο επικρατούσε απόλυτη ησυχία αφού δεν θέλαμε ούτε εγώ ούτε η Άρτεμης να μιλήσουμε για το party μπροστά στον πατέρα της.

Κατεβήκαμε από το αμάξι και μόλις το είδαμε να απομακρύνεται από κοντά μας ξεσπάσαμε σε γέλια. "Ήταν τόσο αμήχανα εκεί μέσα". "Το ξέρω, λοιπόν πάμε; Μέχρι να βρούμε τον Πέτρο θα μας πάρει κάμποση ώρα". Με ένα κούνημα του κεφαλιού μου την έκανα να καταλάβει ότι ήμουν έτοιμη. Δεκάδες παρέες έμπαιναν μέσα στο τριώροφο σπίτι και έβγαιναν στην πίσω αυλή. Κατοικία Γαλανοπούλου. Μία από τις πιο ξακουστές βίλλες στην πόλη. Ο Στέφανος, ήταν ο γιος αυτών των δύο γονιών που δεν έχανε ποτέ ώρα για party μόλις έλειπαν οι γονείς του για δουλειές. Το playboy του σχολείου. Κατευθυνθήκαμε στην πίσω αυλή που ήταν και οι άλλοι. Παιδιά έκαναν μπάνιο στην πισίνα ενώ άλλοι έπαιρναν κάτι να φάνε ή ποτό να πιούνε από τον μπουφέ. Σταμάτησα απότομα. "Σιντριβάνι σοκολάτας είναι αυτό;!". Η Άρτεμης γύρισε και με κοίταξε κάπως ανήσυχη. "Έγινε κάτι;". "Όχι, συγνώμη, συνεχίζουμε". "Λοιπόν πρέπει να βρούμε τον Πέτρο μου". Γύρισα και την κοίταξα με το ποιο σαρκαστικό βλέμμα μου. "Σου;". "Εε καλά, σύντομα μου".

Μπορώ να πω ότι δεν ήταν δύσκολο να τον βρούμε αφού ,με τα κόκκινα μαλλιά του, ξεχώριζε μέσα σε μια παρέα αγοριών. "Χμ, ωραίος είναι σήμερα. Αποφάσισε να ντυθεί άνθρωπος". Η Άρτεμης καθόταν και τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Της το έκλεισα και με ένα απαλό σκούντημα στον ώμο την επανέφερα στον κόσμο τον πραγματικό. "Γιατί δεν πας να πεις ένα γειά;". Τα μάτια άστραψαν. Μπορούσε να καταλάβει κανείς ότι μόνο από την έκφραση να του μιλήσει, το πρόσωπο της είχε κοκκινήσει και τα μάτια της άστραφταν. Με ένα: "Σε 1 λεπτό θα είμαι πίσω" έφυγε.

Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι εδώ σε 1 λεπτό. Ήμουν μόνη πάλι. Πήγα στο μπουφέ και σερβιρίστηκα ένα ποτό. Ήπια μια γουλιά "Όχι και άσχημο" και ξαναδοκίμασα ώστε να νιώσω πάλι αυτό το κάψιμο στο λαιμό μου. Κοίταξα τριγύρω μου μήπως βρω τίποτα ενδιαφέρον να κάνω αλλά τίποτα. Ώσπου πέτυχα ένα μικρό μπαλκόνι στον 3όροφο. Ξεκίνησα να πηγαίνω μέσα στο σπίτι. Τα σκαλιά ήταν πολλά καθώς και τα δωμάτια. Φυσικά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές από ζευγαράκια που ήθελα να περάσουν το νύχτα. "Επιτέλους έφτασα" σκέφτηκα ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα. Πάλι καλά δεν ήταν κανένας έξω.

Λουλούδια υπήρχαν τριγύρω στολίζοντας το μπαλκόνι και μικρά φωτάκια φώτιζαν τα άνθη τους. Κοίταξα κάτω ένας απόλυτος χαμός. Άτομα να τρέχουν πέρα δώθε, κορίτσια να το παίζουν ντίβες και αγόρια να κάνουν επιδείξεις. Έπρεπε να εντοπ...Περίμενε μιλάει με τον Στέφανο;! Όχι καλή μου, μην κάνεις το ίδιο λάθος που κάνανε όλες οι άλλες. Όλοι ,στο σχολείο, ήξεραν ότι δεν μπορεί να κρατήσει σχέση πάνω από 3 μήνες και πάλι πολύ του βάζω. Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις σκέψεις και κοίταξα πάνω. Ο νυχτερινός ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια αλλά κανείς εκεί κάτω δεν το ήξερε. Ή δεν τους ένοιαζε για το πόσο ιδιαίτερος είναι σήμερα.

"Μόνη;". Γύρισα απότομα το κεφάλι μου στο άκουσμα μιας διαφορετικής φωνής. Ένα αγόρι στην ηλικία μου με κοίταγε με τα δύο καταγάλανα μάτια του μέσα στα δικά μου καθώς τα άσπρα μαλλιά του φωτίζονταν από τα λαμπάκια γύρω γύρω. "Και ποιος είσαι εσύ;". Δεν ήξερα τι ήταν το πιο περίεργο: να μου μιλάει κάποιος ή ένα αγόρι με άσπρα μαλλιά; "Έχει νόημα άμα σου πω;". Είχε δίκιο πέρα από αυτήν την βραδιά δεν νομίζω να τον ξανάβλεπα. Γύρισα την πλάτη μου και κοίταξα κάτω την πισίνα. Τα γέλια και οι φωνές τους μου τρυπούσαν τα αυτιά και με έκαναν να ζαλίζομαι. Ή ήταν το ποτό;. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου κάνοντας το ίδιο. "Ένα απόλυτο χάος". Συμφώνησα μαζί του. "Δεν θα ήθελες να τους κάνεις να σωπάσουν μια και καλή;". Το σκέφτηκα για λίγο. Πως θα ήταν αν δεν υπήρχε κανένας. Αν το μόνο που άκουγες ήταν το κρύο αεράκι και το θρόισμα των κλαδιών. Περίμενε, μόλις τώρα είπε ...μια και καλή;! Πριν γυρίσω και τον ρωτήσω τι εννοούσε, είχε ήδη φύγει. Γύρισα και κοίταξα απότομα και αρκετά σοκαρισμένη γύρω μου.

Ποιος ήταν αυτός; 

Angelic CurseWhere stories live. Discover now