Όνειρα θερινής νυκτός. Μέρος γ'

74 10 7
                                    

Το ίδιο βράδυ, δεν μπορούσε να κοιμηθεί με τίποτα. Στριφογυρνούσε σαν τρελός στα σεντόνια του, προσπαθώντας να απαρνηθεί όλα όσα ένιωθε για εκείνη. Μάταια όμως.

«Όχι, δεν την θέλω. Δεν την θέλω!» παραμιλούσε ιδρωμένος ξανά και ξανά όμως δεν μπορούσε να πείσει ούτε τον εαυτό του. Με την επιθυμία του να τον έχει τρελάνει, σηκώθηκε και κίνησε προς το δωμάτιο της.

«Τι πειράζει και αν την θες;» είπε στον εαυτό του. «Άντρας είσαι! Δεν χρειάζεται να σημαίνει κάτι άλλο... κάνε αυτό που θες λοιπόν. Πάρε αυτό που θες... όπως κάνεις πάντα!»

Άνοιξε την πόρτα της, αφού δήθεν χτύπησε πρώτα τυπικά, και όρμησε προς τα μέσα.

Δεν την είδε στο κρεβάτι της, ήταν άδειο. Στεκόταν στο μπαλκόνι και κοιτούσε μελαγχολική την πανσέληνο. Φορούσε ένα μακρύ σατέν ροζ νυχτικό, που αγκάλιαζε αισθησιακά το κορμί της.

«Αγάπη μου...» σκέφτηκε μαγεμένος. Τα μάτια του έλαμψαν από πόθο. Έμοιαζε με όνειρο, έτσι όπως έλαμπε ολόκληρη κάτω από το φως του φεγγαριού, με νεράιδα, με έναν άγγελο. Άρχισε να πηγαίνει αργά προς το μέρος της και εκείνη, χωρίς να δείξει ξαφνιασμένη από την παρουσία του, γύρισε για μια στιγμή και τον κοίταξε. Έστρεψε έπειτα το κορμί της προς το φεγγάρι ξανά και, με μια απαλή, ανεπαίσθητη, κίνηση του χεριού της, το νυχτικό της γλίστρησε προς τα κάτω. Μονάχα τα απαλά, μακριά μαλλιά της την έντυναν πια.

Πήρε ολόκληρος φωτιά. Δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο. Δεν άντεχε. Όρμησε προς το μέρος της και, την αμέσως επόμενη στιγμή, το κορμί του πίεζε παθιασμένα το δικό της, πάνω στα κάγκελα. Σύντομα, οι ανάσες τους συγχρονίστηκαν με τον παφλασμό των κυμάτων στην θάλασσα.

* * * *


Αναπολώντας τη νύχτα που την έκανε δική του, η καρδιά του σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά. Ένας έντονος διαπεραστικός πόνος στο στήθος τον έκανε να ζαλιστεί. Όλα θόλωσαν γύρω του. Ακόμα και το φως του ολόγιομου φεγγαριού χάθηκε από τα μάτια του όμως, τότε, μέσα απ' το σκοτάδι, άκουσε μια γνώριμη γλυκιά φωνή να του μιλάει.

«Αγάπη μου; Μη φοβάσαι.» του είπε. «Είμαι εδώ, μαζί σου.»

«Δεν μπορεί» σκέφτηκε. «Αυτή η φωνή, δεν μπορεί...» και μόλις η θολούρα έφυγε από τα μάτια του, το γλυκύτατο πρόσωπο της ήταν μπροστά του ξανά, να λάμπει εκτυφλωτικά σαν το φεγγάρι.

«Αγάπη μου...;» της ψέλλισε και εκείνη έπεσε ανυπόμονα μέσα στην αγκαλιά του.

Μπορούσε να νιώσει το απαλό δέρμα της... να μυρίσει το άρωμά της... να νιώσει την θέρμη της. Αδυνατούσε να το πιστέψει.

Όνειρα θερινής νυκτός- Summer night's dreamsWhere stories live. Discover now