Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο

333 58 56
                                    

Οι επισκέπτες έχουν αρχίσει να φεύγουν. Μερικοί, αψηφώντας τον κίνδυνο, καθυστερούν στην έπαυλη λίγο ακόμη για να αποφύγουν τις εργασίες τους. Άλλωστε ο επιθεωρητής Τζον Μπάξτον τους έχει δώσει μια εβδομάδα περιθώριο για να χαλαρώσουν και να θυμηθούν, μήπως και μέσα από μικρές, φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες καταφέρουν να βοηθήσουν την έκβαση της έρευνας. Ωστόσο πουθενά στον ορίζοντα δεν υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Και, αν και φαίνεται ότι ο Μπάξτον γνωρίζει, και μάλιστα καλά, ότι μια τέτοια πιθανότητα είναι αδύνατη, κλίνει προς το συμπέρασμα ότι ο Ρίτσαρντ Ρος από ζήλια επιτέθηκε στη σύζυγό του για να την κρατήσει, κι έπειτα, μην μπορώντας ν' αντέξει τις τύψεις, πήρε και την δική του ζωή.

Αν και ο άνθρωπος είναι φύσει περίεργος, από τη φύση του εραστής του αγνώστου και του ασαφούς, η Ελάιζα θα προτιμούσε να μην ήξερε την πραγματική διάσταση της απειλής, αυτού του άλογου και αόριστου κινδύνου. Θα έδινε τα πάντα για να παραμείνει στην άγνοια όπως όλοι έξω από τον στενότατο κύκλο της Ρόζα, όσων σκοτώθηκαν μαζί της κι αυτής που τους έφερε πίσω. Έχει καταλήξει να αγαπάει τα αγόρια, κι ακόμη περισσότερο την Άιβορι. Όμως δεν μπορεί να αντέξει άλλο αυτό το άγχος, αυτόν τον πανικό. Η αγωνία της την έχει διαλύσει, την έχει κάνει κομμάτια· και δεν μπορεί άλλο να την υποφέρει.

Έχει φτάσει σε σημείο να σκέφτεται πολλές φορές μέσα στην ημέρα ότι της έρχεται να σηκωθεί και να γυρίσει πίσω στο Λονδίνο. Ο τραπεζικός της λογαριασμός είναι πολύ παραπάνω από απόλυτα υγιής με τα χρήματα που της έχει ως τώρα καταθέσει η Ρόζα, οπότε η κράτηση μιας θέσης την τελευταία στιγμή στο τραίνο δεν θα υπάρξει πρόβλημα, μιας και θα συνεπάγεται εμμέσως στην εξασφάλιση της σωματικής της ακεραιότητας. Όμως και πάλι διστάζει. 

Αν και αντιλαμβάνεται πως το να παραμείνει στην έπαυλη είναι επιεικώς επισφαλές, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται την Άιβορι. Δεν μπορεί να την αφήσει πίσω. Δεν της πάει καρδιά να την αναγκάσει, μέσω της φυγής της, είτε να επιστρέψει στην οικογένειά της στην Ινβερνές είτε να χάσει τη ζωή της εδώ, στο Κίνοχαρ. Κατά κάποιο τρόπο αισθάνεται υπεύθυνη για την κοπέλα. Την έχει ζήσει στις πιο ταραχώδεις, στις πιο αδύναμες στιγμές της. Ίσως ακόμη και στις πιο σημαντικές της ζωής της. Υπάρχει κάτι που τις δένει, μια συναισθηματική αλυσίδα που, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να την θρυμματίσει.

Έχει πει στην Άιβορι ότι θέλει να φύγει. Εκείνη συνήθως προσποιείται πως δεν την ακούει, όμως το περασμένο βράδυ, όταν έθιξε το ζήτημα ξανά, η Άιβορι γύρισε προς το μέρος της ενοχλημένη και της απάντησε ότι αυτό δεν θα έδινε λύση στο πρόβλημά τους. Οι φόνοι μπορεί να συνεχίζονταν. Η ψυχή που δολοφονούσε μπορεί να τις έβρισκε και να τις σκότωνε κι αυτές. Γιατί; Δεν ήξερε. Απλώς το υποψιαζόταν. Πρόσθεσε πως, αν οι άλλοι μάθαιναν τι σκόπευαν να κάνουν, είναι πολύ πιθανό να τις ακολουθούσαν. Κι αν τις ακολουθούσαν, το πρόβλημα απλώς θα μετατοπιζόταν. Θα υπήρχε μεταβολή στο τόπο δράσης, ωστόσο όχι στον τρόπο και την βούληση του δράστη. Κι έτσι, μιας και τα θύματα θα ήταν σαφώς περιορισμένα, θα κινδύνευαν ακόμη περισσότερο.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα