Κεφάλαιο Δωδέκατο

307 72 54
                                    

Ανοίγει τα μάτια της από την ένταση της ίδιας της της κραυγής. Το κεφάλι της την καίει λες και θεριεύουν φλόγες μέσα του, πίσω ακριβώς από τα μάτια της. Είναι τόσο ζαλισμένη, που δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται.

  «Άιβορι;» είναι το πρώτο πράγμα που καταφέρνει να κλαψουρίσει.

Όμως κανείς δεν την ακούει. Είναι μόνη.

Καταλαβαίνει πως είναι πεσμένη στο πάτωμα μόνο όταν αισθάνεται τα χέρια της κάτω από το μάγουλό της. Ψηλαφίζει γύρω της, και συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σωριασμένη η μισή πάνω σ' ένα μάλλινο χαλί και η υπόλοιπη στο παγωμένο ξύλινο πάτωμα. Κουλουριάζεται σε συνεσταλμένη στάση και προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Πού βρίσκεται; Πώς έφτασε ως εδώ; Ποιος την έφερε;

Η ανάσα της ηρεμεί και αφουγκράζεται. Ακούει φωνές από κάπου κοντά της. Της φαίνεται ότι μια απ' αυτές μπορεί να την αναγνωρίσει. Σηκώνεται όρθια αργά και περιεργάζεται τον χώρο γύρω της. Βρίσκεται σ' έναν μικρό διάδρομο, όχι περισσότερο από επτά μέτρα μήκος. Δύο - τρία μέτρα μπροστά της, στο δεξί της χέρι, υψώνεται η μοναδική πόρτα του ορόφου. Είναι στενή και ξύλινη. Δίπλα της, από τα αριστερά, διακρίνει το πέτρινο κεφαλόσκαλο μιας λεπτής εσωτερικής κλίμακας που στριφογυριστή χάνεται στο σκοτάδι. Το τέρμα του διαδρόμου είναι σκοτεινό, ενώ η αδύναμη λάμψη που φωτίζει τον χώρο εισέρχεται ασημένια από το παράθυρο πίσω της, δίπλα στη σκάλα.

Κινείται προς την πόρτα, εκεί όπου μπορεί να βρει κάποιον που θα την βοηθήσει, και κάνει να τυλίξει τα δάχτυλά της στην χάλκινη μπετούγια. Όμως το μόνο που αγγίζει όταν κλείνει τη χούφτα της γύρω της, είναι το ίδιο της δέρμα. Σαν όλα γύρω της να είναι άυλα. Αρχίζει να τρέμει. Κάνει να αγγίξει την πόρτα, όμως το χέρι της την διαπερνά. Έκπληκτη, σπρώχνει το σώμα της στο ξύλο και καταφέρνει να περάσει από την άλλη μεριά.

Σαστίζει όταν συνειδητοποιεί ότι έχει εισβάλλει στη σοφίτα, εκεί όπου της απαγορεύεται να βρίσκεται όσο τελεί καθήκοντα οικονόμου στην έπαυλη Κίνοχαρ. Όμως τώρα βρίσκεται εδώ, και είναι πολύ διαφορετική απ' όσο την φανταζόταν.

Ένα τζάκι καίει στον δεξή τοίχο, μικρότερο από εκείνο που έχει στο δωμάτιό της. Η λάμψη του είναι ευχάριστη, ζωντανή. Τα χρώματα γύρω της είναι γήινα, και φιλοξενούν καστανές ταπετσαρίες με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Μπροστά της ακριβώς υψώνεται ένα κλειστό παράθυρο, που καταλαμβάνει με το μήκος του το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου. Από κάτω του ακριβώς είναι τοποθετημένο ένα αυστηρά στρωμένο κρεβάτι, ενώ το δωμάτιο γεμίζουν άλλα έξι πανομοιότυπα, όλα τους κατειλημμένα από άτομα που δεν γνωρίζει η Ελάιζα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα