Κεφάλαιο Εικοστό Τρίτο

275 67 42
                                    

Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ακίνητη. Έχει τα μάτια της κλειστά, όμως καταλαμβάνει προσπάθεια για να μην τ' ανοίξει. Κάτι την έχει ταράξει, κάτι που δεν μπορεί να προσδιορίσει.

Ακούει την Άιβορι να τραγουδάει από το διπλανό δωμάτιο. Το κομμάτι είναι αργό και η φωνή της πολύ γλυκιά, πολύ μελωδική. Ηχεί σαν νανούρισμα, και μαζί με το τριζοβόλημα της φωτιάς από το τζάκι τα βλέφαρά της αρχίζουν ξανά να βαραίνουν. Για λίγο ηρεμεί.

Δεν ξέρει πόση ώρα έχει περάσει όταν ανοίγει τα μάτια της ξανά. Είναι όμως σε θέση να καταλάβει ότι δεν έχει καταφέρει ακόμη να κοιμηθεί. Αμφιρρέπει για ώρα ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, σ' έναν ταραχώδη χορό με παρτενέρ της την βελούδινη φωνή της Άιβορι. Απ' το μυαλό της περνούν εικόνες ασυνάρτητες, χωρίς συνοχή, που την τρομάζουν και την έχουν κάνει να ιδρώσει. Ο αδρανής της νους της προβάλλει αποσπασματικά γεγονότα που έχει ζήσει αλλά και άλλα που έχει πλάσει μόνος του, πλέκοντας ανάμεσά τους το τραγούδι της κοπέλας και μεγεθύνοντας το για να φαντάζει σαν να πηγάζει από κοντά της. Η έντασή του ολοένα και αυξάνεται, μπλέκεται με ψιθύρους, με λέξεις, με λόγια, ανακαλώντας εικόνες όπως το εργοστάσιο της οδού Ουίνστονς, η σκουριά του, το ρόπτρο σε σχήμα λεοντοκεφαλής στην επιβλητική εξώθυρα της έπαυλης, η Ερινύα με τα ματωμένα νύχια και τον νεκρό στην αγκαλιά της από την τοιχογραφία στο αίθριο, το βιτρό με την κλαίουσα βασίλισσα στο παράθυρο της σοφίτας, το καταπράσινα μάτια της Άιβορι να λάμπουν πάνω από τις φακίδες της που μοιάζουν με σταγόνες από αίμα επάνω στο ολόλευκο δέρμα της, ο άντρας στην αυλή με τα χέρια στις τσέπες και το χαμόγελο στα χείλη παρά την ορθάνοιχτη πληγή στο πλάι του λαιμού του, ο Άλεξ να μειδιά παίζοντας στα δάχτυλα ένα μακρύ κυνηγετικό μαχαίρι.

Τινάζεται μ' αυτή την τελευταία εικόνα σμιλεμένη στο μυαλό της, για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που την τράβηξε από το ακατάληπτο ντελίριο είναι η σιωπή. Η Άιβορι δεν τραγουδάει πια. Και, αν κι η φωτιά γλύφει τα ξύλα μέσα στο πέτρινο τζάκι, μοιάζει τώρα να τα γεύεται αθόρυβα. Η σιγή την παγώνει. Είναι ανατριχιαστική.

Γυρίζει στο πλευρό της και σφραγίζει τα μάτια της με δύναμη. Θέλει να κάνει κάτι για να σταματήσει να ακούει αυτή την αφόρητη σιωπή που την κάνει να νιώθει σαν να μην είναι πια ζωντανή.

Έχει αρχίσει να ηρεμεί όταν ακούει διαδοχικούς ξερούς κρότους. Ο ήχος της θυμίζει κλειδιά που χτυπούν επάνω στην πόρτα, ή μικρό παιδί που παίζει προσπαθώντας να κάνει θόρυβο με τα αδύναμα δάχτυλά του. Κουλουριάζεται τρομαγμένη στο στρώμα, κουκουλώνοντας το κεφάλι με το βαρύ της πάπλωμα. Η καρδιά της σταματάει όταν ακούει μια πόρτα να ανοίγει, και πολύ περισσότερο όταν συνειδητοποιεί ότι το τρίξιμο προέρχεται από το μέρος της ντουλάπας της.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα