Κεφάλαιο 1

28.7K 1.6K 96
                                    

Περπατάω μόνη μου στους σκοτεινούς δρόμους καθώς σήμερα τελείωσα πολύ αργά με το φροντιστήριο. Περνώντας τον δρόμο προσεκτικά, έβγαλα το κινητό μου για να πάρω τηλέφωνο την μαμά μου και να την ενημερώσω πως φτάνω στο σπίτι.

Λίγο πριν πατήσω το πράσινο κουμπάκι της κλήσης το μάτι μου έπεσε σε μια παρέα μαυροφόρετων που καθόντουσαν σε κύκλο, πίναν και γελούσαν με την ψυχή τους.

Ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι μου. Δεν είναι φυσιολογικό τόσο αργά βράδυ μια μεθυσμένη παρέα αντρών να κάθεται μέσα στα σκοτάδια. Δεν είχα ιδέα τι μπορούσαν να ήταν αυτή η παρέα οπότε έκανα μερικά βήματα πίσω.

Ακούγονται πολλά για αυτό το πάρκο, υπάρχουν από ναρκομανείς μέχρι συμμορίες αντιφασιστών ή αναρχικών. Σκέφτηκα να βάλω το κινητό μέσα και να πάρω αργότερα τηλέφωνο την μητέρα μου, για να μην τους τραβήξω το ενδιαφέρον.

Πάγωσα έντρομη στην θέση μου όταν ο δυνατός ήχος κλήσης μου τράβηξε την προσοχή ενός ψηλού τύπου που ξεκίνησε να περπατά προς εμένα με περιέργεια. Τερμάτισα την κλήση όσο πιο γρήγορα μπορούσα τρέμοντας και έβαλα την συσκευή στην τσέπη της ζακέτας μου.

Όταν ξανασήκωσα το βλέμμα μου το αγόρι είχε με πλησιάσει τρομακτικά πολύ και σάστισα. Το μυαλό μού επαναλάμβανε να το βάλω στα πόδια και έτσι και έκανα. Γύρισα από την αντίθετη πλευρά με μια στροφή 180 μοιρών και άρχισα να τρέχω μακριά από το σκοτεινό πάρκο.

Άκουγα τον ήχο που έκαναν τα παππούτσια του καθώς έτρεχε από πίσω μου και προσευχόμουν από μέσα μου να σταματήσει να με ακολουθά. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται και τα πνευμόνια μου να συρρικνώνονται από την έλειψη οξυγόνο που προκαλούσαν οι μικρές κοφτές ανάσες που έπαιρνα.

Ήμουν έτοιμη να σταματήσω και να αρχίσω να ουρλιάζω για βοήθεια, όμως συνειδητοποίησα πως είμαι ένα στενό πιο κάτω από το σπίτι μου.

Έβαλα τα δυνατά μου και έτρεξα με όση ενέργεια μου είχε απομείνει όμως πλέον ο τύπος ήταν πολύ κοντά μου. Μπαίνοντας στην αυλή το χέρι του πρόλαβε τον αγκώνα μου και με τράβηξε πάνω του. Χτύπησα πάνω στο στέρνο του και η ανάσα μου επανήλθε μόλις τα άρωμα του εισχώρησε στους διψασμένους μου πνέυμονες.

«Για που νομίζεις ότι το έβαλες μικρούλα;» Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη μάσκα του, που δεν είχα παρατηρήσει ότι φορούσε. Μου τράβηξε τόσο το ενδιαφέρον που επιθυμούσα να την τραβήξω και να αποκαλύψω το πρόσωπο του.

«Δεν νομίζω να σου πέρασε από το μυαλό να σε αφήσω να φύγεις έτσι;» Πλησίασε απειλητικά το πρόσωπο του στο δικό μου και είπε με θράσος. Τα μάτια του γυάλιζαν και κατάλαβα πως διασκέδαζε με το τρομοκρατημένο πρόσωπο μου.

«Εμείς οι δύο θα περάσουμε πολύ καλά μεταξύ μας. Είς το επανιδείν.» Άφησε το μπράτσο μου και ξεκίνησε να περπατά τον δρόμο της επιστροφής.

--

Anarchy Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα