Κεφάλαιο 26

1.3K 112 5
                                    



    Έσυρε τα ποδιά της μέχρι το κρεβάτι και ξάπλωσε. Προσπαθούσε να ηρεμήσει αλλά κάθε φορά που έκλεινε τα ματιά της το φιλί έπαιζε σε επανάληψη στο μέσα στο κεφάλι της. Κάποια στιγμή ούτε η ιδία ήξερε πόση ώρα μετά την πήρε ο ύπνος, για να ξύπνησε ουρλιάζοντας λίγες ώρες αργότερα.

     Της ελάχιστες ώρες που είχε καταφέρει να κοιμηθεί, ξανά έζησε εκείνη την εφιαλτική μέρα που όλα καταστράφηκα στην ζωή της.

Μιχάλη: Αννα κλαις;

Αννα: Κοιμήσου Μιχάλη καλά είμαι

      Ο Μιχάλης ήθελε να την βοηθήσει αλλά ήξερε ότι δεν θα δεχόταν την βοήθεια του. Της γύρισε την πλάτη και έκανε ότι κοιμόταν, αλλά έμεινε ξύπνιος ώστε να την προσέχει. Μπορεί να μην την έβλεπε ερωτικά αλλά ήταν μια πολύ καλή του φίλη και ήθελε να την βοηθήσει.

     Δεν ξανά κοιμήθηκε εκείνο το βραδύ η Αννα, προτίμησε να κάτσει όλο το υπόλοιπο βραδύ να κοιτάζει το ταβάνι πάρα να το διακινδύνευε να δει τον ίδιο εφιάλτη.

Όταν η πρώτες ακτίνες του ηλίου μπήκα από τα παράθυρα του δωματίου της, σηκώθηκε έκανε ένα ντουζ και αφού ντύθηκε αυστηρά έφυγε για την δουλειά.

~*~

      Μέτα από τρία δικαστήρια και δυο ώρες στο γραφείο ένιωθε ότι δεν την κρατούσαν τα ποδιά της πλέον. Στης πέντε το απόγευμα βγήκε από το ασανσέρ της πολυκατοικίας της χωρίς να κοιτάει μπροστά της. Οπότε έπεσε πάνω σε μια σακούλα, την σήκωσε ώστε να την δει και είδε με εκπλήξει ότι ήταν φαγητό από το αγαπημένο της εστιατόριο. Και στην σακούλα υπήρχε ένα καρφιτσωμένο σημείωμα.

    «Ήμουν σίγουρος ότι θα πεινούσε μετά την δουλειά, καλή σου όρεξη Αννα μου και ελπίζω την επόμενη φορά να φάμε μαζί στο μαγαζί. Βασίλης»

    Μπαίνοντας σπίτι ακούμπησε την σακούλα με το φαγητό στο πάσο και προχώρησε προς το δωμάτιο της ώστε να κάνει ένα ντουζ πριν κάτσει να φάει με καμία βλακεία στην τηλεόραση. Είχε γεμίσει την μπανιερά και ήταν έτοιμη να μπει όταν άκουσε το κουδούνι.

Αννα: Ποιος είναι τώρα; Λίγη ησυχία δεν μπορώ να βρω

     Άνοιξε την πόρτα και βρήκε την μητέρα από έξω.

Αννα: Γεια σου μαμά, πως και από εδώ;

Μητέρα: Ήρθα να σε δω, σήμερα έμαθα ότι ο Βασίλης έμεινε στην Ελλάδα

Αννα: Ναι, απέναντι μένει

     Η μητέρα της μπήκε μέσα και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το φαγητό με το σημείωμα του Βασίλη. Η Αννα αναστέναξε και έκλεισε την πόρτα ξέροντας ότι θα ήταν ένα δύσκολο απόγευμα.

Αννα: Μαμά ήθελες κάτι γιατί ετοιμαζόμουν για μπάνιο

Μητέρα: Μητέρα σου είμαι και ανησυχώ, πάνε τόσα χρονιά αλλά δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει. Τι έγινε τότε, ούτε ότι ήσουν έγκυος για να μην σχολιάσω ότι ποτέ δεν μου είπες γιατί χωρίσατε.

Αννα: ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΗ; Ο ΑΛΛΟΣ ΜΕΝΕΙ ΔΙΠΛΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ;

Μητέρα: Βρε Αννούλα κάποια στίμη πρέπει να μάθει ότι εξαιτίας του κόντεψες να πεθάνεις

Αννα: ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΣ, ΟΥΤΕ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟΤΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;

Μητέρα: Ηρέμησε, δεν ήρθα να τσακωθούμε απλά ανησύχησα και ήθελα να σε δω άμα είσαι καλά

Αννα: Είμαι μια χαρά, δεν χρειάζεται να ανησυχείς για εμένα

Μητέρα: Γλυκιά μου δεν είναι ζωή αυτή που κάνεις είσαι εικοσιεννια χρονών κοπέλα και ζεις σαν να είσαι πενήντα.

Αννα: Μαμά εγώ την επέλεξα αυτή την ζωή αρά σημαίνει ότι μου αρέσει κιόλας

     Πριν προλάβει να απάντηση η μητέρα της ακούστηκαν φωνές από το διπλανό διαμέρισμα.

Μητέρα: Μπορεί να τον έχω σαν παιδί μου αλλά τώρα θα ακούσει όσα δεν με άφησες να του πω τότε.

Αννα: Όχι

      Βέβαια δεν την άκουσε είχε ήδη πετάχτηκε έξω από το διαμέρισμα και φώναζε στον Βασίλη. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση δεν της έφτανε Βασίλης, είχε και την μάνα της να ξύνει τα παλιά. Μπήκε στο δωμάτιο της ντύθηκε και βγήκε στο διάδρομο οπού ο καυγά καλά κρατούσε.

Αννα: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ.....Δεν αντέχω κανέναν πια θέλω να εξαφανιστώ, εσένα σε μισώ για όλα αυτά που μου έχεις κάνει και εσύ μαμά με πνίγεις με το τι θες εσύ να κάνω. Εμένα ποτέ δεν με ρώτησε κανένας

Μέτα το ξέσπασμα έφυγε τρέχοντας από της σκάλες αφήνοντας και τους δυο άφωνους.

Ο Παιδικός μου ΈρωταςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora