Κεφάλαιο Δεύτερο

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

   «Και από το υπόγειο; Υπάρχει τρόπος να βγεις έξω αν καταλήξεις εκεί μια... τέτοια ώρα ανάγκης;».

  «Φυσικά. Διαθέτει κι αυτό μια πόρτα που οδηγεί απευθείας έξω, δίπλα ακριβώς στη λίμνη».

  «Και το δικό σου δωμάτιο πού είναι; Υπάρχουν τρόποι να ξεγλιστρήσεις αν προκύψει κάτι;».

  «Ναι. Είμαι δύο πόρτες από την δική σου. Ανάμεσά μας είναι το δωμάτιο με την καταπακτή, που επικοινωνεί και με τον χώρο που επέλεξα για τον εαυτό μου» απιθώνει ένα μικρό, ασημένιο κλειδί στην ανοιχτή παλάμη της Ελάιζα και της χαμογελάει. «Πήγαινε τώρα να ξεκουραστείς».

Η Άιβορι κάνει να φύγει, όμως την Ελάιζα ξαφνικά την ταρακουνάει ένα κύμα πανικού.

   «Στάσου! Τι μπορεί να συμβεί για να μας ωθήσει στην ανάγκη να το σκάσουμε έτσι, χρησιμοποιώντας την σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο;»

    «Δεν ξέρω» απαντάει η Άιβορι, ανασηκώνοντας τους ώμους της, με μια αθώα λάμψη στα έντονα πράσινα μάτια της. «Φαντάσματα».    


Το δωμάτιο της Ελάιζα είναι μεγάλο, φωτεινό, και επιπλωμένο με κομψές, σκουρόχρωμες αντίκες. Στη μέση του έχει ένα διπλό κρεβάτι με ουρανό, και πίσω του ένα μεγάλο παράθυρο με εσωτερικό περβάζι, και θέα τόσο όμορφη όσο την υποσχέθηκε η Άιβορι. Όταν η Ελάιζα ξύπνησε δυσκολεύτηκε να θυμηθεί που βρίσκεται.

Τώρα κάθεται στο κρεβάτι της, χωμένη στα μαξιλάρια της και γερμένη στο πλευρό της, με τα πόδια της μαζεμένα κοντά στο στήθος, προσπαθώντας να αποφασίσει αν αξίζει να σηκωθεί ενώ έχει την επιλογή του να παραμείνει εκεί και να κοιμηθεί μέχρι το πρωί. Όμως πεινάει. Και η Άιβορι δεν της είπε πού βρίσκεται η κουζίνα.

Γρυλίζει στον εαυτό της απογοητευμένη επειδή ξέρει ήδη ότι θα σηκωθεί, τόσο από ανάγκη όσο και από περιέργεια. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και τεντώνεται μια τελευταία φορά πάνω στο μαλακό στρώμα και τα αφράτα μαξιλάρια. Κατεβάζει τα πόδια της στο παγωμένο πάτωμα και στέκεται όρθια κάπως ζαλισμένη, όμως κατευθύνεται γρήγορα προς το παράθυρο και, όταν το ανοίγει για να νιώσει τον ψυχρό αέρα να της χαϊδεύει το πρόσωπο, αισθάνεται καλύτερα.

Φοράει προσεκτικά τα παπούτσια της και βγαίνει σαν σε επιφυλακή από το δωμάτιό της. Αν και δεν θα έπρεπε, εκπλήσσεται όταν δεν βλέπει κανέναν να στέκεται στον διάδρομο. Οι ήχοι των βημάτων της χάνονται στους ψηλούς τοίχους του αιθρίου καθώς κατεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί μπροστά του. Κοιτάζει ξανά τις τοιχογραφίες γύρω της αφηρημένη· τόσο, που αργεί να δει την Άιβορι καθισμένη στο πρώτο σκαλοπάτι, να σαρώνει τον χώρο με σπασμωδικές κινήσεις, τα μάτια της ορθάνοιχτα, και τα χείλη της να χάσκουνε μισάνοιχτα σ' ένα απορημένο χαμόγελο εντυπωσιασμού.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα