Κεφάλαιο 1: Layna Clorens.

63 7 0
                                    

6 και μισή το χάραμα πρέπει να ήταν. Το Λονδίνο, η πιο όμορφη πόλη του κόσμου όλου, είχε αρχήσει να φωτίζεται με την συντροφία του ήλιου και την παρέα των αρκετών σύνεφφων που υπήρχαν στον καταγάλανο τότε ουρανό.

Δεν κυκλοφορούσε κανείς έξω. Ούτε ψυχή. 

"Παναγιά μου. Ώ ρε Παναγιά μου Μεγαλόχαρη;" είπε ξαφνιασμένη η κυρία Tayna Clorens 

"Τι ώρα είναι αυτή; Μα τι ώρα; Τι έκανα και βασανίζομαι;"

Η κυρία Layna ήταν ο πιο ταπεινός άνθρωπος του Λονδίνου. Ευγενική, αριστοκρατικής καταγωγής. Όλοι την τιμούν και την σέβονται λες και είναι αρχόντισσα. Το παρελθόν της; Σπουδές, έρωτες. Σπόυδασε Ιατρική Αθηνών, χάρη στο ότι κατοικεί και μένει στην Αθήνα και αποφάσισε να κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα πάνω στην Βυζαντινή Τέχνη. Ήταν αξεπέραστα όμορφη. Ακόμα και η "Μαρία ή Α" η πιο όμορφη όλου του μοριά, δεν την έφτανε ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι λέγαν και θα λένε. Γεγονός που την κάνει ξεχωριστή και ιδιαίτερη, και φυσικά να έχει και αρκετές "κατακτήσεις" στο παρελθόν της. Χάρη στο ότι είναι φθινώπορο 1647, η Tayna σε ηλικία μόλις 68 χρονών δεν παύει να είναι το ίδιο υπέροχη όπως πάντα. Περπατάει στα στενά του Λονδίνου και τρίζουν τα σκαλοπάτια λένε όλοι. Πραγματικά εκτός από διάσημη, και πανέμορφη είναι και αρκετά καλόκαρδη. Η Ιουλίετα γράφτηκε για αυτήν, της λέει ο Bruh ο αγαπημένος γείτονας της. 

7 παρά πήγε. Σάββατο. Πρωί. Η Layna, το πιο παράξενο από όλα έμενε μόνη της. Δεν είχε όρεξη ούτε για έρωτες όυτε και για πανηγήρια. Μόνο 2 γάμους είχε. Και οι 2 γάμοι της χάθηκαν στο βρώμικο παρελθόν της. Ντύθηκε, χτενίστηκε, πλύθηκε. Έφαγε τα 2 φρέσκα αυγά της και πήγε να γρήγορα γρήγορα στο σούπερμάρκετ να αγοράσει τρόφιμα για το σπιτικό της. Ο λόγος που πάει τόσο γρήγορα είναι γιατί συχένεται την πολυκοσμία γεγονός που δεν της αρέσουν οι σειρές στ σούπερμάρκετ. 

"Good Morning mrs. Jessica. I want a piece of bread please, and hurry because I have a lot of works to do." Είπε η κυρία tayna. Εκπαιδεύτρια των αγγλικών πλέον. 

"Here is your bread mrs Layna." 

"Thanks, my child. Byee!"

"Bye" 

Την είπε και έφυγε. Η Layna είχε πάντα ένα έθιμο. Το πρωί πρωί όταν σχεδόν ο μισός πλυθισμός της αγγλίας κοιμάται, να κάθεται στον Τάμεση το πιο ωραίο ποτάμι όπως λέει και να αγναντεύει το ηλιοβασίλεμα. Τον φωτεινό ήλιο, που την γεμίζει την καρδιά φως και δύναμη να συνεχίσει. 

"Άχ. Κούραση και απόψε. Το προβλέπω εγώ. I will see." είπε με άγχος.

Η θέα πράγματη την γαλινεύει και την ηρεμεί. Στέκεται στα κάγκελα και ακριβώς από κάτω της έβλεπε τα γαλανά νερά. Χαλάρωνε "Oh my god!" έλεγε και ξανά έλεγε. Ξαφνικά όμως την ώρα που κοιτάει τα νερά

Η σφαγήΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα