Κεφάλαιο 19

Start from the beginning
                                    

Ρόλαρα τα μάτια μου και της έριξα ένα δολοφονικό ύφος "ευχαριστώ, δεν θέλω. Μέχρι τότε έχω πολύ χρόνο μπροστά μου. Και όχι, δεν έχω φόρεμα μαζί μου γιατί πολύ απλά δεν το χρειάζομαι" απάντησα εκνευρισμενή.

"Μην θυμώνεις γλυκιά μου, δεν το είπα για κακό. Απλά σε νοιάζομαι" αποκρίθηκε με λυπημένο ύφος.

"Δεν έχει σημασία, πάμε να φύγουμε" είπα ξερά.

Βγήκαμε από το σπίτι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

"Επειδή όμως σήμερα θα πάμε να δειπνησουμε σε ξένο κόσμο, θα σου αγοράσω ένα φόρεμα" είπε και πετάχτηκα από την θέση μου έτοιμη να αρνηθώ όμως με διέκοψε "σε παρακαλώ, για εμένα. Για λίγες ωρίτσες θα είναι" με παρακάλεσε κάνοντας τα γλυκά μάτια. Έκατσα ηττημένη στην θέση μου, σταυρώνοντας τα χέρια και μου χαμογέλασε.

Εφόσον αγοράσαμε δώρα, γλυκά και το φόρεμα, κάτσαμε σε μία κρεπερή για να φάμε. Με αυτά και με εκείνα, μετά από τέσσερις ώρες περίπου γυρίσαμε σπίτι.

Βάλαμε τα γλυκά στο ψυγείο και πήγα πάνω για να αλλάξω και να αφήσω το φόρεμα.

Το άφησα πάνω στο κρεβάτι και το παρατηρούσα για λίγο. Ήταν μαύρο και έφτανε μιάμιση παλάμη πιο πάνω από το γόνατο και στην πλάτη δημιουργούσε ένα 'Χ'. Το πάνω μέρος ήταν κολλητό και από κάτω αεράτο.

Άφησα το φόρεμα και πήγα πρώτα να κάνω ένα μπάνιο.

Πήρα ένα μαύρο κολάν και μία πλεκτή γκρι μπλούζα, πετσέτες και μπήκα στο μπάνιο.
Μετά από μία ώρα περίπου που τελείωσα, ντύθηκα, έπιασα τα μαλλιά μου με την πετσέτα και βγήκα έξω.

Στέγνωσε τα μαλλιά μου με το πιστολάκι, έβαλα την μασιά να ζεσταθεί και όσο περίμενα, σέρφαρα στο ίντερνετ. Όταν πλέον είχε ζεσταθεί, άρχισα να ισιώνω τα μαλλιά μου. Όταν τελείωσα και με το ίσιωμα κατέβηκα κάτω.

Η θεία μου καθόταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση.

"Θεία; τι ώρα θα φύγουμε;" την ρώτησα ενώ μπήκα στην κουζίνα για να τσιμπήσω κάτι.

"Στις οχτώ" αποκρίθηκε "έχει μακαρόνια στο ψυγείο αν πεινάς. Συγνώμη όμως δεν πρόλαβα να μαγειρέψω κάτι άλλο" απολογήθηκε.

"Δεν πειράζει, ούτως ή άλλως τα μακαρόνια είναι πάντα η καλύτερη λύση όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο" είπα κλείνοντας της το μάτι και γέλασε.

Ζέστανα τα μακαρόνια και έκατσα να φάω. Όσο έτρωγα σέρφαρα ταυτόχρονα και στο ίντερνετ, συγκεκριμένα στο youtube. Κοίταξα την ώρα και είχε πάει ήδη τρεις. Είχα άλλες τέσσερις ώρες μπροστά μου μέχρι να αρχίσω να ετοιμάζομαι.

Ευτυχώς οι ώρες πέρασαν γρήγορα και είχε πάει ήδη εφτά. Ενώ άρχισα να ετοιμάζομαι, με έπιασε και λίγο άγχος. Ακόμα και τους συγγενείς που δεν γνώριζα πολύ καλά απέφευγα. Και τώρα πρέπει να πάω σε εντελώς άγνωστους ανθρώπους.

Έδιωξα όσο μπορούσα της σκέψης μου και άρχισα να βάφομαι.
Έβαλα μάσκαρα και μολύβι. Φόρεσα το φόρεμα, πάτησα ακόμα λίγο τα μαλλιά από πάνω με την μασιά και όταν είδα ότι ήμουν πλέον έτοιμη, κατέβηκα κάτω.

Άντε να δούμε τι με περιμένει και σήμερα.

"Τι κούκλα ανιψιά είναι αυτή που έχω καλέ" είπε η θεία θαυμάζοντας με "για κάνε μια σβούρα να σε δω". Ρόλαρα τα μάτια μου αλλά γύρισα, έχοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου.

Πήγαμε να βγούμε όμως ένιωσα ένα κόμπο στο στομάχι "Μήπως να μείνω σπίτι;" Ήξερα ότι ήταν από το άγχος.

"Μην ακούω βλακείες. Θα έρθεις μαζί μου και θα περάσεις πολύ καλά, θα δεις. Στην τελική αν πάμε και νιώθεις ότι όντως θες τόσο πολύ να φύγεις, μου το λες και γυρνάμε σπίτι, εντάξει;" με καθυσήχασε ενώ με κοιτούσε με παρηγοριά. Της έγνεψα καταφατικά και μου χαμογέλασε "έτσι το θέλω το κορίτσι μου" χαμογέλασα και μου φίλησε το μέτωπο.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος.

"Και που μένει η φίλη σου;" την ρώτησα.

"10 λεπτά μακριά από το σπίτι σου" αποκρίθηκε.

"Άρα μένει μες στην πόλη;" ρώτησα περίεργη.

"Ναι".

"Μόνη της μένει;"

"Όχι, με τον άντρα της και την κόρη της. Ένα χρονών έγινε πριν λίγες μέρες το πουλάκι μου" είπε χαρούμενη.

"Και πόσο χρονών είναι η φίλη σου;"

"30"

"Και ο άντρας της;"

"Ο άντρας της 31. Είναι παντρεμένοι εδώ και τρία χρόνια. Πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Σίγουρα όταν τους δεις θα συμφωνήσεις μαζί μου" αποκρίθηκε και μου έκλεισε το μάτι.

"Μάλιστα..."

Επειδή όμως βαριόμουν είπα να της κάνω κι'άλλες ερωτήσεις.

"Και τι δουλειά κάνουν;"

"Η Έμμα είναι δικηγόρος και ο άντρας της, ο Κρίστιαν είναι αστυνομικός".

"Και οι δύο με το εγκλημ-" σταμάτησα απότομα και την κοίταξα "είναι αστυνομικός;" ρώτησα τρομοκρατημένη.

"Ναι, γιατί; Δουλεύει κυρίως στην πόλη που μένεις. Η Έμμα λέει ότι είναι πολύ καλός στην δουλειά του, μαζί με τα άλλα μέλη της ομάδας του. Συμβαίνει κάτι;" ρώτησε ανήσυχη ενώ με είδε που ήμουν έτοιμη να σοριαστώ στο πάτωμα.

"Θέλω να πάω σπίτι" αποκρίθηκα με τη ψυχή στο στόμα.

Κάτι μου λέει ότι αυτός ο Κρίστιαν δεν είναι όποιος και όποιος. Έχω μία κακή διαίσθηση.

You Changed MeWhere stories live. Discover now