κεφαλαιο 2. Οι θυσίες

58 15 6
                                    

 Κάθε τρία χρόνια μάζευαν μια ομάδα ανθρώπων, δύο από κάθε χωρίο, σύνολο 20 από κάθε επικράτεια του βασιλείου και τους έστελναν με συνοδεία στο βουνό της μάγισσας, να γίνουν θυσία για να λυθεί η κατάρα της. Η κατάρα που είχε φέρει στην χώρα βαρύ χειμώνα για πάνω από εκατό χρόνια. Και πάνω από εκατό χρόνια, στην τριακοσιοστή μέρα του τρίτου χρόνου έστελναν δύο ανθρώπους, διαλεγμένους από τις μοίρες για θυσία. Και για εκατό χρόνια η θυσία αποτύχαινε και ο χειμώνας συνεχιζόταν. Τα τρόφιμα πια ήταν ελάχιστα. Τα περισσότερα ζώα είχαν πεθάνει. Τα φυτά ήταν πια σπάνια και τα φρούτα σπανιότερα.

Και τώρα, ήταν η τριακοστή ημέρα του τρίτου χρόνου από την τελευταία θυσία. Σαν σήμερα πριν από εκατό χρόνια είχε πέσει ο βαρύς χειμώνας. Είχε χαθεί η άνοιξη, ο ήλιος και η ζέστη, μαζί με όλες τις χαρές τις ζωής.

Ήταν η ημέρα της κλήρωσης στο μικρό χωριό των γραμμών. Μανάδες έκλαιγαν, σφιχταγκαλιάζοντας τα παιδιά τους, φοβούμενες ότι θα ήταν η τελευταία φορά που τα έβλεπαν. Γυναίκες θρηνούσαν στις αγκαλιές των ανδρών τους. Ορφανά σιγομουρμούριζαν προσευχές. Αδέλφια έσφιγγαν χέρια και κοιτούσαν παρακλητικά τον ουρανό.

Ο αρχηγός του χωριού ανέβηκε στην μαρμάρινη εξέδρα στο κέντρο της αγοράς του χωριού. Μπροστά του ήταν ένα πήλινο αγγείο στο οποίο βρίσκονταν τα ονόματα του κάθε ενός από τους ανθρώπους του χωριού, γραμμένο πάνω σε μια πέτρα, από την στιγμή της γέννησης τους.

Όταν το χέρι του αρχηγού, μπήκε στο βάζο, όλοι στο πλήθος κράτησαν την ανάσα τους. Ήταν η στιγμή της προσευχής. Η στιγμή που όλοι παρακαλούσαν να μην είναι το δικό τους όνομα αυτό που θα έβγαινε από το βάζο. Την περασμένη φορά ήταν η κόρη του αρχηγού...

Το χέρι του άνδρα βγήκε αργά αργά από το αγγείο κρατώντας μία χρωματιστή πέτρα. Την κοιτάζει προσεκτικά, με βλέμμα ανέκφραστο, όπως κάνει πάντα.

<<Μπράντ της γραμμής των γκρίζων!>> διαβάζει. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης διαπερνά το πλήθος. Δεν είναι αυτοί που θα πεθάνουν.

Δεν είναι όμως για όλους ανακούφιση ο ήχος του ονόματος. Ένα αγόρι, 16 χρονών βγαίνει μπροστά, ανέκφραστό, με μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού και μελί μάτια, ίδια με τα δικά του, κρεμασμένη στο μπράτσο του, που έχει βάλει τα κλάματα και βρίσκεται σε υστερία.

<<Όχι τον αδελφό μου.>> λέει. <<Είναι ο μόνος που έχω.>> Όλοι προσπαθούν να αποφύγουν το βλέμμα της, τις παρακλήσεις της. Ντρέπονται για την χαρά τους. Που χαίρονται ότι είναι ο αδελφός της εκεί πάνω και όχι κάποιος από αυτούς. Προσπαθεί να τον κρατήσει κοντά της αλλά στρατιώτες τον αρπάζουν και τον απομακρίνουν από την κοπέλα που του μοιάζει τόσο πολύ.

Μόλις τελειώνει η στιγμή και τα πλήθη ησυχάζουν ακούγεται μόνο ο θρήνος της κοκκινομάλλας κοπέλας. Το χέρι του αρχηγού ξαναμπαίνει αργά αργά στο βάζο.

Όλοι ξανακρατούν την ανάσα τους. Δεν έχει τελειώσει ακόμη. Δεν έχουν γλυτώσει. Μπορεί να είναι το όνομά τους στην θέση το αγοριού. Μπορεί να είναι αυτοί στην θέση της κοπέλας, να παρακαλούν να σωθεί κάποιος δικός τους. Μπορεί να είναι αυτοί που το βλέμμα του πλήθους θα τους αποφεύγει όπως έκαναν και εκείνοι στην κοπέλα. Ένας από αυτούς όμως σίγουρα θα πεθάνει. Σφίγγουν τα χείλη τους και μπήγουν τα νύχια τους στις παλάμες τους.

Η αγωνία τους κορυφώνεται καθώς το χέρι του αρχηγού βγαίνει από το βάζο για άλλη μια φορά, κρατώντας άλλη μια πέτρα. Τρομαγμένα πρόσωπα με μάτια γεμάτα ελπίδα για το μέλλον κρέμονται από τα χείλη του άνδρα καθώς διαβάζει το δεύτερο όνομα.

<<Κάλουμ της γραμμής τον μπλε.>>

Η καταρα του χειμώνα Where stories live. Discover now