Κεφάλαιο 17

Start from the beginning
                                    

"Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί κοπανιέσαι πρωινιάτικα;" ρώτησε σοκαρισμένη η μαμά μου ενώ άνοιξε την πόρτα του οδηγού και με κοιτούσε περίεργη λες και ήμουν κάποιος εξωγήινος ή ψυχοπαθής. 

"Ε; Εγώ δεν-. Τίποτα μαμά, απλά είδα μία μύγα και προσπαθούσα να την σκοτώσω", προσπάθησα να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Μάταια βέβαια, διότι τέτοια δικαιολογία δεν θα την πίστευα ούτε εγώ.

"Μμ ναι,τέλος πάντων!", ψέλλισε και απομάκρυνε δύσπιστα το βλέμμα της από πάνω μου. Εννοείτε πως δεν με πίστεψε. Έκατσε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος τη μηχανή.

"Να ακούς την θεία σου και να μην γυρνάς αργά το βράδυ. Μακριά από προβλήματα και μηχανάκια. Επίσης, μην-" άρχισε το κήρυγμα καθώς πλέον οδηγούσε και την διέκοψα.

"Ξέρω, ξέρω μαμά. Ηρέμησε, θα είμαι φρόνιμο παιδάκι" είπα ειρωνικά και για μια στιγμή γύρισε και με κοίταξε επιδοκιμαστικά.

"Και δεν μου λες μικρή, γιατί εχθές ήσουν μέχρι τις δύο η ώρα τα μεσάνυχτα στην Εύη;", με ρώτησε και εγώ ανακάθισα στη θέση μου. Όχι που δεν θα το θυμόταν.

"Απλά δεν ένιωθε καλά και ήθελε παρέα" απάντησα όσο πιο πειστικά μπορούσα.

"Μάλιστα...και τι ώρα πηγές;"

"Στις έντεκα" αποκρίθηκα χωρίς πολύ σκέψη.

"Εντάξει. Άλλη φορά όμως να με ενημερώνεις και να μην φεύγεις από το σπίτι σαν τον κλέφτη. Ανησύχησα", με μάλωσε.

"Συγνώμη μαμά, δεν θα ξαναγίνει" δήλωσα και μου χάρισε ένα χαμόγελο ενώ παράλληλα προσήλωσε το βλέμμα της στο δρόμο μπροστά της. Έμεινα λίγο σκεπτική ώσπου κάποια στιγμή θυμήθηκα το μήνυμα του Ντέιβιντ. Λίγο ακόμα και θα το ξεχνούσα. Πήρα αμέσως το κινητό στα χέρια μου και άρχισα να πληκτρολογώ.

Προς: Ντέιβιντ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ! ΚΑΙ ΕΣΎ ΝΑ ΠΡΟΣΈΧΕΙΣ ΕΚΕΊ ΈΞΩ,ΤΑ ΛΈΜΕ.

Πάτησα αποστολή και το μήνυμα στάλθηκε.

Φόρεσα τα ακουστικά μου και έβαλα μουσική. Αφαιρέθηκα σε αυτή και κοιτούσα το τοπίο που εξαπλωνόταν απ' έξω. Τι όμορφη που είναι η φύση, παρατήρησα ενώ έβλεπα τα μεγάλα δέντρα να εξαφανίζονται καθώς τα προσπερνούσαμε. Μέσα σε ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά περίπου είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι της θείας μου, της Μαίρη. Βγάλαμε την βαλίτσα από το πορτμπαγκάζ και πλησιάσαμε την εξώπορτα. Η μαμά μου χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε. Μπροστά μας στεκόταν η θεία μου με ένα πλατύ χαμόγελο.

"Χριστίνα, Άλισον!", αναφώνησε ενθουσιασμένη. "Πόσο μου λείψατε", πρόσθεσε ενώ μας αγκάλιασε και πήρε τη βαλίτσα από τα χέρια μου. "Εσύ πάνε φάε, σου ετοίμασα πρωινό" πρόσταξε κι εγώ πήγα να μιλήσω όμως με διέκοψε σηκώνοντας το δείκτη του χεριού της. "Σςς! Δεν ακούω κουβέντα. Στην κουζίνα!" διέταξε και μου έδειξε με το χέρι της προς το μέρος όπου ήξερα ότι βρισκόταν η κουζίνα, κάνοντας μου νόημα να μπω μέσα. Χωρίς να κουράζω περισσότερο το θέμα, αποχαιρέτησα την μαμά και μπήκα μέσα.

Παρατήρησα πως όλο το σπίτι ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένο με διαφορά Χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά. Πίνακες και διάφορες γυάλινες μινιατούρες ζώων, οι οποίες ήταν τοποθετημένες πάνω σε ανοιχτόχρωμα ξύλινα ράφια διακοσμούσαν τον λευκό τοίχο.

Πάνω στο τραπέζι της κουζίνα βρισκόντουσαν δύο φέτες ψωμί με πασαλειμμένη μαρμελάδα από πάνω και από δίπλα υπήρχε ένα γεμάτο ποτήρι με χυμό. Επιπλέον, πάνω στο ίδιο τραπέζι βρισκόντουσαν σε μία μεγάλη πιατέλα διάφορα μπισκότα με Χριστουγεννιάτικα σχέδια.

Καθώς έτρωγα, κάποια στιγμή είδα τη θεία μου να μπαίνει στην κουζίνα και αμέσως κατάλαβα πως η μαμά μου είχε φύγει.

"Άφησα την βαλίτσα στο δωμάτιο σου. Παρεμπιπτόντως, το δωμάτιο σου είναι η πρώτη πόρτα δεξιά. Το μπάνιο είναι ακριβώς από δίπλα, βασικά αυτό το ξέρεις. Επίσης, η μαμά σου μου είπε ότι σου αρέσει να βλέπεις πολύ τηλεόραση. Στον δωμάτιο δεν υπάρχει αλλά μπορείς να χρησιμοποιείς αυτή του σαλονιού όποτε θες. Αυτά. Τίποτα άλλο;", με ξενάγησε στα γρήγορα και έμεινα να την κοιτάω με τη φέτα στο χέρι.

"Τίποτα, ευχαριστώ" αποκρίθηκα και ήπια λίγο από τον χυμό μου. Όλα είχαν παραμείνει έτσι όπως τα θυμόμουν, εκτός από κάποιες μικρές αλλαγές που είχε κάνει στη διακόσμηση και τη θέση κάποιων επίπλων. 

"Πώς σου φάνηκε το πρωινό;" ρώτησε αφότου έγνεψε το κεφάλι της ως ένδειξη 'παρακαλώ'.

"Πολύ νόστιμο", της απάντησα ειλικρινά. "Λέω αργότερα να πάω στην Ζώη να της κάνω έκπληξη", πρόσθεσα χαμογελαστή.

"Ναι, καλή ιδέα. Σίγουρα θα χαρεί να σε δει. Άντε πάω πάνω εγώ τώρα, γιατί έχω πολύ δουλειά" δήλωσε και έγνεψα. Η θεία μου δούλευε ως λογίστρια. Μαθηματικά. Ποτέ δεν ταιριάξαμε, σκέφτηκα καθώς από το μυαλό μου πέρασαν διάφοροι αριθμοί και όλα αυτά τα κινέζικα που μας έγραφαν οι Μαθηματικοί μας εδώ και χρόνια στο πίνακα.

"Εντάξει θεία, τα λέμε" την αποχαιρέτησα και συνέχισα να τρώω το πρωινό μου. Όταν τελείωσα, έπλυνα το πιάτο και ανέβηκα πάνω στο δωμάτιο που μου είχε ετοιμάσει η θεία μου. Ήταν αρκετά μεγάλο. Με ένα διπλό κρεβάτι, ένα διπλό καναπέ, ένα κομοδίνο και μία μικρή ντουλάπα.

Κοίταξα την ώρα στο κινητό και ήταν ακόμα οχτώ και μισή το πρωί. Μάλλον καλύτερα να κοιμηθώ λίγο, σκέφτηκα και έπεσα απευθείας στο κρεβάτι.

You Changed MeWhere stories live. Discover now