Κεφάλαιο 45

Start from the beginning
                                    

«Όχι!!!»

Τελικά ο Νεκτάριος τίναξε το χέρι του ώστε να απελευθερωθεί από το κράτημα του θείου του. Λαχανιασμένος αλλά προσεκτικός στα λόγια του, τού έκανε την εξής σημαντική ερώτηση, την οποία ήταν γραφτό να σκέφτομαι μέχρι σήμερα.

«Τι σε νοιάζει αν πλακώσω στο ξύλο τη Ρηνιώ; Δεν είναι κόρη σου, ούτε είναι ξαδέρφη μου. Δεν ανήκει στην οικογένεια μας, την οικογένεια του Παύλου. Είναι εγγονή της Δεύτερης Συζύγου!»

«Κόφ' το Νεκτάριε... κόφ' το. Εγώ τη μεγάλωσα... Δική μου είναι... Κατάλαβες; Δική μου είναι.» Ο Σπύρος, του οποίου το άνω μέρος του σώματος είχε έρθει λίγο μπροστά, μιλούσε επίσης με εμπόδιο ένα έντονο λαχάνιασμα. Δεν είπε τίποτα άλλο, δεν περίμενε να ακούσει τίποτα άλλο. Πήγε στην πίσω πόρτα, που οδηγούσε σε ένα κομμάτι της πίσω αυλής και φώναξε τη Μαρία, τη Σοφία και την Κυριακή, που τόση ώρα δεν είχαν ακούσει τίποτα, να έρθουν μέσα. Αφού τα κορίτσια ήρθαν, τους ανακοίνωσε ότι η μάνα τους έχει κάτι να τους πει, τις φίλησε στο μέτωπο- ζητώντας από τη Μαρία να του φιλήσει και τη Ρηνιώ όταν βγει από το δωμάτιο της- και περπάτησε μέχρι την εξώπορτα, όπου πήρε μια αθλητική ζακέτα από τον καλόγερο και μετά, έβαλε το χέρι στο πόμολο.

«Σπύρο που πας;!»

«Στον πατέρα μου να ηρεμήσω λίγο, Πηνελόπη. Κάνε μου μια χάρη, μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Εντάξει;» και με αυτήν την απάντηση, η πόρτα έκλεισε και ο Σπύρος χάθηκε από τα μάτια μας.

Θα μέναμε λίγο ακόμα εκεί, μάρτυρες όταν η Πηνελόπη έλεγε στη Μαρία και την Σοφία την πραγματική καταγωγή της Ειρήνης, καθώς η Κυριακή ήταν ακόμα μικρούλα. Δεν θα περιγράψω την αντίδραση τους, ούτε τις ευθύνες που επέρριψαν στη μητέρα τους. Θα περιγράψω τα δρώμενα που έλαβαν χώρα στο σπίτι του Ιάσονα, όσο ήταν ακόμα ο παππούς μου εκεί, αλλά ακόμα και όταν ο Οδυσσέας έφυγε και βρέθηκα μάρτυρας εγώ η ίδια όταν ο κύκλος άρχισε να κλείνει.

Ένας κύκλος που υπήρξε φαύλος εβδομήντα χρόνια και άρχισε να κλείνει μόλις την τελευταία δεκαετία.

Πάμε λοιπόν, εκείνη τη ζεστή μέρα του Ιουλίου σε ένα σπίτι όπου η γιοι της Δεύτερης Συζύγου, της φαρμακεύτρας, κάθονταν και συζητούσαν για το παρόν, το παρελθόν αλλά όχι για το μέλλον. Γιατί να το κάνουν άλλωστε;

«Όταν πήρες την Ευτυχία και φύγατε, ο πατέρας μου έπαθε αμόκ. Εκτός ότι τον μάζευαν από τα πατώματα, έκανε μήνες να σταματήσει να τρέμει από τα νεύρα.» ο Ιάσονας περιέγραφε το σκηνικό γελώντας, και η αλήθεια είναι ότι ο Οδυσσέας δεν έμενε αδιάφορος σε αυτήν την περιγραφή, μάλλον την απολάμβανε.

Η Δεύτερη Σύζυγος Where stories live. Discover now