Κεφάλαιο 8

Start from the beginning
                                    

"Τέλος καλό, όλα καλά" αποκρίθηκε χαμογελώντας καθησυχαστικά η Εύη και μου χάιδεψε την πλάτη. Της έγνεψα καταφατικά και κοίταξα τον Ντέιβιντ ο οποίος με κοιτούσε ήδη. Ήθελα να τον πλησιάσω αλλά δίστασα° στεκόταν μαζί με τους συναδέλφους του. Από πίσω τους πρόσεξα πως και τα τρία περιπολικά πλέον είχαν γεμίσει και έφυγαν για το δικό τους προορισμό. Μόνο οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. ήταν ακόμα εδώ.

Οι ασύρματοι των αστυνομικών ήχησαν και από τις κινήσεις τους φάνηκε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Έτρεξαν προς τις μηχανές τους, φορώντας τα κράνη τους και αφότου σιγουρεύτηκαν ότι όλα ήταν εντάξει, έβαλαν μπρος και εξαφανίστηκαν από το οπτικό μας πεδίο.

"Πάμε σπίτι" είπα ενώ ένιωθα μία απογοήτευση μέσα μου. Ήθελα τουλάχιστον να μιλήσουμε λίγο ή και να τον έβλεπα λίγο περισσότερο. Όμως δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε και δύσκολα θα γινόταν. Αστυνομικός είναι, έχει δουλειές ο άνθρωπος, έλεγε η φωνή μέσα μου ξανά και ξανά.

"Πάμε" αποκρίθηκε η Εύη και με έπιασε αγκαζέ. "Θα τον ξαναδείς, μην ανησυχείς" είπε λες και μόλις είχε διαβάσει τις σκέψεις μου.

"Λες;" ρώτησα κοιτώντας το κενό που εξαπλωνόταν μπροστά μας και χανόταν μέσα στα σκοτάδια της νύχτας.

"Εννοείται" απάντησε σίγουρη.

"Μακάρι" ψέλλισα για ανταπάντηση στην Εύη όμως ένιωθα λες και μιλούσα περισσότερο στον εαυτό μου.

Αφότου με άφησε σπίτι, πήγα κατευθείαν να κοιμηθώ. Για καλή μου τύχη, η μητέρα μου ήδη κοιμόταν και έτσι γλίτωσα την ανάκριση. Μόλις ακούμπησα στο μαξιλάρι, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είχε πάρει ήδη ο ύπνος. Ήταν μεγάλη μέρα.

Ευτυχώς το επόμενο πρωί ξημέρωσε Σάββατο και έτσι, δεν είχα να ξυπνήσω νωρίς για να πάω σχολείο. Αφότου σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο και ετοιμάστηκα. Έπειτα πήγα στο δωμάτιο μου να αλλάξω τις πιτζάμες μου σε μία ανοιχτόχρωμη γκρι φόρμα και μία μαύρη ζεστή φούτερ. Πήρα τα ακουστικά που ήταν πεταμένα στο γραφείο μου και βγήκα έξω για βόλτα. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα το πρωί που ξύπνησα, για αυτό αποφάσισα να αφήσω το πρωινό για αργότερα, αν και ήμουν σίγουρη πως το πρωινό θα γινόταν μεσημεριανό.

Μετά από αρκετή ώρα που περπατούσα, έκατσα σε ένα παγκάκι στο πάρκο και κοιτούσα την λίμνη που υπήρχε πιο δίπλα. Είχα χαθεί μες στις σκέψεις μου και δεν κατάλαβα καν ότι είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα που καθόμουν εδώ. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν κάποιος με ακούμπησε στον ώμο και με τρόμαξε. Γύρισα απότομα πίσω και είδα τον Ντέιβιντ να στέκεται πίσω μου. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν τον είδα ήταν τι κάνει εννιά η ώρα το πρωί εδώ. Σε αυτό το μέρος δεν ερχόταν πολύς κόσμος και πόσο μάλλον το πρωί. Ωστόσο, οι απορία μου σύντομα λύθηκε.

"Με τρόμαξες" αποκρίθηκα και έκατσε δίπλα μου.

"Συγνώμη, δεν το ήθελα. Απλά σε βλέπω που κάθεσαι εδώ και κάτι λεπτά και είπα να έρθω να σε χαιρετήσω" ανταπάντησε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που πρόδιδε ευγένεια, ειλικρίνεια και ένα χαμόγελο που μου έδινε ένα συναίσθημα ζεστασιάς μέσα μου.

"Κατάλαβα" ψέλλισα ενώ κοίταξε στιγμιαία το τοπίο μπροστά μας για να αποφύγω το βλέμμα του. "Εσύ τι κάνεις εδώ;" ρώτησα μετά από λίγο καθώς τον κοίταξα.

"Δουλεύω" απάντησε και ακούμπησε πίσω στο παγκάκι με τη πλάτη και το κεφάλι του ενώ παράλληλα έκλεισε τα μάτια του, τεντώνοντας μπροστά τα πόδια του. "Ευτυχώς είδα εσένα" πρόσθεσε ανοίγοντας ξανά τα μάτια του και έριξε το βλέμμα του πάνω μου χαμογελώντας.

Επίτηδες το κάνει. Το παίζει ωραίος και γαμάτος. Βασικά όχι, δεν το παίζει. Είναι!, άρχισε να παραμιλάει η φωνή μέσα μου.

Ήταν όμορφος, ήταν πραγματικά πολύ όμορφος° τα μελαχρινά μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα, στα πλαϊνά περισσότερο ενώ από πάνω λιγότερο. Τα μάτια του ήταν σε κάποια απόχρωση του καστανού. Θα έλεγε κανείς πως δείχνουν συνηθισμένα, μα είχαν κάτι πάνω τους που τα έκανε να δείχνουν διαφορετικά και μοναδικά. Επιπλέον, τα ζυγωματικά και οι γωνίες στο πρόσωπο του αχνοφαινόντουσαν, χωρίς να κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους, πράγμα που τον έδειχνε ακόμα πιο όμορφο. Τέλος, το χαμόγελο του. Βασικά, αυτό το χαμόγελο θα ήθελα να το βλέπω συνέχεια. Όταν τον έβλεπα να χαμογελάει ένιωθα σαν να μου χαμογελάει ο κόσμος ολόκληρος.

"Ευτυχώς;" ρώτησα μετά από λίγο, κάτι που τον έκανε να γελάσει και τον κοίταξα απορημένη.

"Ναι, δεν θα είναι τόσο βαρετά. Η καλή παρέα δεν βλάπτει" απάντησε απλά, λες και μιλάει για το πιο συνηθισμένο πράγμα.

"Μμ-ναι", έκανα χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω.

Ακολούθησαν κάτι λεπτά αμήχανης σιωπής που τελικά ο Ντέιβιντ αποφάσισε να την σπάσει.

"Εμμ", άρχισε δειλά συνάμα αμήχανα "αύριο είμαι ελεύθερος και θέλω να σε ρωτήσω, μήπως θα ήθελες να βγούμε;" κατέληξε τελικά. Με κοιτούσε έντονα, σχεδόν ανήσυχα καθώς περίμενε την απάντηση μου.

"Ε ναι, εντάξει", συμφώνησα και αμέσως η έκφραση του αντικαταστάθηκε μ' ένα χαμόγελο. 

"Ωραία, για ώρα θα τα πούμε από το τηλέφωνο. Τώρα πρέπει να γυρίσω στην δουλειά μου" εξήγησε και σηκώθηκε από τη θέση του.

"Εντάξει, θα τα πούμε", του απάντησα και μου χαμογέλασε για άλλη μια φορά. Ενώ περίμενα απλά να φύγει, πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου και με φίλησε στο μάγουλο. Έπειτα έφυγε αφήνοντας με αμίλητη και αρκετά σοκαρισμένη.

Εκείνη την στιγμή ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στο πλανήτη Γη. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο μου και σίγουρα θα αργούσε να φύγει. Μου έδωσε σημασία, αυτό και μόνο με έκανε υπερβολικά χαρούμενη.

You Changed MeWhere stories live. Discover now