Νικήτας Λεβεντόπουλος

1.4K 195 7
                                    

Ο γκριζομάλλης άντρας έμπλεξε τα δάχτυλά του νευρικά. Η απαίτηση της Αρετής είχε εξαφανίσει το χαμόγελο από τα χείλη του και τον είχε κάνει φανερά ανήσυχο.

«Δε νομίζω ότι εκείνος θα... θα συμφωνούσε.» είπε τελικά ξεψυχισμένα.

«Και τι μας νοιάζει εμάς; Δεν θα το μάθει.» τον πλησίασε πιο πονηρά η κοπέλα.

«Δεν σε εμπιστεύομαι, πονηρό, θα το χρησιμοποιήσεις εναντίον του και σίγουρα αυτό θα γυρίσει εναντίον σου!» προσπάθησε να το γυρίσει στην πλάκα ο Πάνος, ανεπιτυχώς.

Η Αρετή είχε πάρει φόρα.

«Έλα, πες μου, Πάνο!»

«Γιατί σε νοιάζει; Εσύ δεν τον μισείς;»

Το κορίτσι ξεφύσησε και κοίταξε αλλού. Τώρα ένιωθε εκείνη αμήχανα.

«Πες το περιέργεια. Βλέπω τα μούτρα του κάθε μέρα εδώ και κάμποσο καιρό. Δε νομίζεις ότι είναι λογικό ν' αναρωτιέμαι; Κάτι υπάρχει πίσω από αυτά τα πράσινα μάτια... Αυτές τις ουλές στο πρόσωπο, τις οργισμένες ματιές... Είμαι περίεργη, εντάξει; Εξ' άλλου, όλοι σας πια τον λατρεύετε, εγώ δεν τον αντέχω. Νιώθω ότι μάλλον κάτι δεν ξέρω.»

«Δηλαδή μπορεί να σε κάνω να αλλάξεις γνώμη;»

«Μμ, μπορεί. Αν αυτό έχει τόση σημασία για σένα.»

«Έχει.» αναστέναξε ο Πάνος και την ξανακοίταξε. «Αλλά- σε ξορκίζω- μην αναφέρεις τίποτα από αυτά μπροστά του... Θα σε σκοτώσει.»

«Έχει κοντέψει ήδη μερικές φορές. Δεν κινδυνεύω πια.» ανασήκωσε το πηγούνι η Αρετή και γέλασε. «Λοιπόν, ακούω.»

Ο Πάνος κάθισε καλύτερα στο βράχο και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς με το «όλα». Ίσως όλα- όλα να μην τα ξέρω ούτε εγώ. Θα σου πω απλά αυτά που εγώ ξέρω.»

«Πότε τον γνώρισες;» στήριξε το κεφάλι στα χέρια της η Αρετή.

«Ω, πάνε πολλοί χρόνοι. Ήταν μόλις 9 χρονώ. Παιδούλι. Καπετάνιος εδώ τότε ήταν ο Κίτσος Τζαφούρης- ίσως να τον έχεις ακούσει από τους γονιούς σου. Κουρσάρος με τα όλα του, σκληρός άνθρωπος. Αλλά όταν ήθελε είχε καρδιά μικρού παιδιού.»

«Αυτό το όνομα το είπε ο Νικήτας... Ο Τζίμας λέει ήταν άνθρωπος του Τζαφούρη... Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Ώστε το τσανάκι αυτό υπάρχει από τόσο παλιά;»

«Ναι. Μη σου πω πολύ παλιά. Και το μπρίκι δικό του είναι. Φήμες λένε ότι η οικογένεια του Τζαφούρη κανονικά είναι Γενοβέζικια. Ήρθαν λέει στο Μοριά τα χρόνια της καταραμένης Κουγκέστας από τους Φραντσέζους στα χώματα τα ρωμαίικα. Κουρσάροι όλοι τους, αλλά με κύρος. Σε συνεννοήσεις με τα μεγάλα κεφάλια συνέχεια από τότε: Γραικούς, Βενετούς, Τουρκαλάδες. Έκαναν ό, τι ήθελαν, με τη βούλα. Με τα χρόνια φυσικά, έγιναν Γραικοί. Ήταν, έγιναν, δε ξέρω. Ο Κίτσος παρέλαβε τα χειρότερα από τον πατέρα του, κάθε επαφή με τα κεφάλια είχε χαθεί. Έτσι, αναγκάστηκε να γίνει σκληρός, για να επιβιώσει. Εγώ έχασα όλη μου την οικογένεια από ένα τούρκικο ξεκαθάρισμα: γυναίκα, δυο παιδιά, μάνα και δυο αδέρφια.»

Ο Γιος της λύκαινας (Wattys2016)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant