Ο χρόνος περνούσε,τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά και τα λεπτά ώρες. Άρχισα να ανησυχώ περισσότερο. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν και οι φωνές ακουγόντουσαν παντού. Σήκωσα ελάχιστα το κεφάλι μου για να δω τι γινόταν και εκείνη την στιγμή κάποιος πυροβόλησε έναν αστυνομικό. Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ας μην είναι αυτός. Μου έσωσε την ζωή, δεν θέλω να πάθει κάτι. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω τις κακές σκέψεις.

Όχι, δεν είναι αυτός. Επαναλάμβανα ξανά και ξανά, δεν μπορεί να είναι αυτός. Δεν ήθελα να είναι αυτός.

Ο χρόνος συνέχισε να περνάει και δεν γινόταν τίποτα. Οι ελπίδες μου ήταν έτοιμες να σβήσουν μέχρι που άκουσα μία αντρική φωνή να φωνάζει ότι τους συνέλαβαν.

Δεν ήξερα αν έπρεπε να βγω από την κρυψώνα ή να τον περιμένω. Έκατσα για λίγα λεπτά και τον περίμενα μέχρι την στιγμή που αποφάσισα να το διακινδυνεύσω και να βγω. Την ώρα όμως που πήγα να βγω, ένας αστυνομικός πλησίασε προς το μέρος μου.

"Από όσο θυμάμαι, σου είπα να με περιμένεις".

Στο άκουσμα της φωνής του ένα μεγάλο χαμόγελο ανακούφισης σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου.

"Το ξέρω, όμως φοβήθηκα ότι πάθατε κάτι" αντιγύρισα αμήχανη.

"Εντάξει, δεν πειράζει" είπε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του και με πλησίασε. Πέρασε το χέρι του γύρω απ' τον ώμο μου και με οδήγησε έξω από το στενό.

"Ωχ όχι!" αναφώνησα απελπισμένα.

"Τι έγινε;" με ρώτησε ανήσυχος.

"Ξέχασα να πάρω την μαμά μου! Δεν πρέπει να μάθει για όλο αυτό που έγινε. Θα με σκοτώσει".

"Γιατί; Είναι μαμά σου, πρέπει να ξέρει τι έγινε".

"Άμα μάθει τι έγινε δεν παίζει να με αφήσει να ξαναβγώ από το σπίτι για κανά χρόνο!" του εξήγησα αν και ήξερα πως έπρεπε να γνωρίζει. "Ξεχάστε το. Θα της μιλήσω" συνέχισα αφού ζύγισα για λίγο τα γεγονότα στο μυαλό μου. Ήμουν σίγουρη πως αν το μάθαινε από κάποιον άλλον και ήξερε πως της έκρυψα την αλήθεια, θα γινόντουσαν χειρότερα τα πράγματα.

"Μικρή, ηρέμησε. Είναι μαμά σου, θα καταλάβει. Δεν φταις εσύ που βγήκαν έτσι τα πράγματα, σωστά;" αποκρίθηκε ενώ μου έσφιξε απαλά τον ώμο.

"Σωστά" ψέλλισα και ταυτόχρονα κοίταξα τα αυτοκίνητα που περνούσαν ενώ με οδηγούσε προς κάποια δικιά του κατεύθυνση. Δεν άργησα να καταλάβω προς τα που πηγαίναμε καθώς, μετά από λίγο πρόσεξα τρεις μηχανές σταθμευμένες στην άκρη του δρόμου με ένστολους να στέκονται λίγο πιο δίπλα. 

Φτάσαμε δίπλα στους αστυνομικούς και αν είχα καταλάβει σωστά, πρέπει να ήταν και αυτοί στην ομάδα του αστυνομικού που με έσωσε. Του οποίου το όνομα δεν ήξερα και ίσως να μην το μάθαινα. 

"Που μένεις;" με διέκοψε η φωνή του από τις σκέψεις μου.

"Δεν είναι μακριά το σπίτι μου από εδώ" απάντησα με ότι μου ήρθε εκείνη την στιγμή στο μυαλό.

"Θα σε πάω με την μηχανή" αποκρίθηκε και προσπάθησε να μου δώσει ένα από τα κράνη που λίγο πιο πριν κρεμόντουσαν στην μηχανή.

"Μπορώ να πάω και μόνη μου. Δεν χρειάζεται να σας βάζω σε κόπο" είπα απορρίπτοντας το κράνος.

"Δεν με βάζεις σε κόπο. Την δουλειά μου κάνω" απάντησε και τέντωσε περισσότερο το χέρι του προς το μέρος μου ώστε να πάρω το κράνος. "Τώρα φόρα το και ανέβα" συνέχισε κάθετος και ανέβηκε στην μηχανή του, την άναψε και στη συνέχεια έκανε νόημα σε εμένα να ανέβω. Έκανα αυτό που μου είπε και ανέβηκα στην μηχανή.

"Κρατήσου γερά" διέταξε και ακολούθησα τις διαταγές του. Τοποθέτησα τα χέρια μου στα πλευρά του και κράτησα στη λαβή μου το μπουφάν του.

Έβαλε μπρος και άρχισε να οδηγάει προς την κατεύθυνση που του έλεγα.

Όταν πλέον φτάσαμε στο σπίτι μου, κατέβηκα και του έδωσα πίσω το κράνος. Μετά από εμένα κατέβηκε και αυτός. Έβγαλε το κράνος του και με ακολούθησε μέχρι την πόρτα του σπιτιού.

Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, γύρισα και τον αντίκρισα παρατηρώντας καλύτερα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τέλος, πρόσεξα πως ήταν μελαχρινός με καστανά μάτια. Κανένα σπουδαίο χαρακτηριστικό όμως ταυτόχρονα τόσο όμορφος. Πρέπει να ήταν γύρω στα 25.

Ένιωσα κάπως περίεργα συνάμα όμορφα στο στομάχι μου.

"Ευχαριστώ για σήμερα, για όλα" είπα και τον κοίταξα κατάματα.

"Δεν κάνει τίποτα" απάντησε ενώ μου χαμογέλασε. "Πώς σε λένε;" με ρώτησε στη συνέχεια.

"Άλισον, εσάς;" αποκρίθηκα ενώ ένιωσα για ακόμη μια φορά αμήχανα αλλά ταυτόχρονα ήθελα τόσο πολύ να μάθω το όνομά του.

"Ντέιβιντ" μου αποκάλυψε επιτέλους το όνομα του. "Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό, δεν έχουμε δα και τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας".

"Εντάξει...Ντέιβιντ" ψέλλισα και μου χαμογέλασε για άλλη μία φορά και ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε.

"Λοιπόν, εγώ πρέπει να την κάνω" αποκρίθηκε και μου ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά. "Ίσως τα ξαναπούμε κάποια στιγμή. Μέχρι τότε να προσέχεις" συνέχισε και εγώ έγνεψα καταφατικά.

Όταν πλέον έφυγε, μπήκα μέσα στο σπίτι και πρόσεξα πως ένιωθα ακόμα εκείνο το περίεργο συναίσθημα στο στομάχι.

You Changed MeΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα