Καταστροφή: απόλυτη φθορά, διάλυση, αποσύνθεση.
Χάος: μεγάλη αναστάτωση.
Πόλεμος: καταστροφή, χάος. Απλά αυτό.Δεν ήταν και δύσκολο να περιγραφεί η κατάσταση στην Αθήνα του 1942. Μερικές λέξεις μόνο αρκούσαν για να μεταφέρουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Νεκρά κορμιά πεταμένα στους δρόμους σαν σακούλες σκουπιδιών, ερειπωμένα σπίτια, συντρίμμια και που και που κάποιος ακόμα ζωντανός, να γυρεύει από τους περαστικούς ένα κομμάτι ψωμί, λίγα λεφτά ή κάποιο κουρέλι για να φορέσει. Και αυτό, ίσως ούτε καν για τον ίδιο˙ ίσως για κάποιο παιδί που είχε αφήσει στο σπίτι, κάποιον άρρωστο αδερφό ή μια ηλικιωμένη μητέρα.
Χάος.
Αυτή η λέξη περνούσε από το μυαλό του νεαρού Χανς. Μέσα στην στρατιωτική του στολή, με την σβάστικα στο μπράτσο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στον κόσμο ούτε καν να τον κοιτάξει. Και καλύτερα έτσι, γιατί ο Χανς χρειαζόταν την ησυχία του, ήθελε να μην μπλεχτεί κανείς στα πόδια του, γιατί είχε μια αποστολή. Έσφιξε τις τσάντες πάνω του κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά, μήπως και κάποιος τον παρακολουθούσε. Κανείς δεν τολμούσε να ρίξει το βλέμμα του στον εχθρό. Ο Χανς χαμογέλασε πικρά.
Ο νεαρός στρατιώτης κοιτούσε τους άδειους δρόμους και τα έρημα σπίτια και αναρωτιόταν που είχε χάσει ο λαός του τη μπάλα και είχε καταλήξει να είναι υπεύθυνος για αυτή την απαίσια κατάσταση. Αναστέναξε καθώς ήξερε ακριβώς που να τοποθετήσει την ενοχή τους. Στην γραμμή του χρόνου, μια νοητή γραμμή που είχε πάντα στο μυαλό του και τον βοηθούσε να θυμάται πράγματα, η ενοχή εκείνου και των συμπατριωτών του, βρισκόταν στο έτος 1933.
Ο Χανς είχε όμως μια βασική διαφορά σε σχέση με την πλειοψηφία των συμπατριωτών του. Αναγνώριζε το φταίξιμό του, ήξερε που είχε κάνει λάθος και που όχι και ήθελε να διορθώσει την κατάσταση αυτή. Ένας άνθρωπος όμως μόνος του, σε μια κοινωνία που ήταν τόσο άρρωστη, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά.
Μπορούσε όμως να την προστατεύσει.
Η Άννα περνούσε την μέρα της σιωπηλά. Δεν μιλούσε για μέρες ολόκληρες, έπρεπε να είναι σιωπηλή, αν ήθελε να επιβιώσει. Το υπόγειο είχε ένα απλό κρεβάτι από ξύλο, μπερδεμένα σεντόνια, ένα μικρό κομοδίνο. Η Άννα είχε μαζί της βιβλία που της έφερνε εκείνος, καθώς και μερικά ρούχα που μπορούσε να βρει, υπολογίζοντας το νούμερό της. Τα βιβλία τα άφηνε πάντα κάτω από το κρεβάτι, ενώ τα λιγοστά ρούχα της προσπαθούσε να τα κρατάει τακτοποιημένα στα πόδια του κρεβατιού.
YOU ARE READING
Στη βοή του πολέμου
Historical FictionΑθήνα, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια νεαρή Ελληνίδα βρίσκεται να παλεύει για τη ζωή της, έχοντας για μόνο της σύμμαχο τον νεαρό Γερμανό στρατιώτη Χανς Χόφμαν. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δυο άνθρωποι που δεν μιλούν καν την ίδια γλώσσα, δύο ψυχές μ...