Κεφάλαιο 23

3.4K 385 4
                                    

Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Ο τόπος δεν την χώραγε, ενώ είχε την αίσθηση ότι έπρεπε να πράξει άμεσα, να κινηθεί, να αντιδράσει σε όλα αυτά που είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα. Οι σκέψεις τις ήταν συγκεχυμένες και σκόρπιες ενώ κάθε λίγο επέστρεφε η διαπίστωση «Δεν ήταν το παιδί του Αλεξάντερ!».

«Θα τρελαθώ!» είπε ξαφνικά και άρχισε να πηγαινοέρχεται στην βεράντα. Ήταν σίγουρη ότι βρισκόταν στα πρόθυρα υπεροξυγόνωσης  και ότι δεν θα γλίτωνε την λιποθυμία.

«Κυρά Ελένη!» φώναξε έτοιμη να πάθει κρίση πανικού. Η γυναίκα βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα φοβούμενη τα χειρότερα. 

«Ένα τίλιο... Με χαμομήλι...» της είπε η Μαριάννα. Έπρεπε να ηρεμίσει, για να μπορεί τουλάχιστον να σκεφτεί ψύχραιμα. 

«Τρίτωσε!» σχολίασε ο Μάνος που είχε ακολουθήσει την κυρά Ελένη από την κουζίνα και που τους κοίταζε τώρα και τους δυο σαν να έχουν χάσει και οι δυο τα λογικά τους. 

Το ρόφημα έφτασε σχεδόν αμέσως και η Μαριάννα το πήρε και κατέβηκε στην παραλία. Αν υπήρχε ένα μέρος για να ηρεμήσει, αυτό ήταν η θέα της θάλασσας και ο ήχος της. Κατεβαίνοντας στην ακτή στηρίχτηκε από το βράχο, που την είχε στριμώξει ο Αλεξάντερ στις αρχές της γνωριμίας τους.

Θυμήθηκε το χαμόγελό του, τα χάδια του, το πάθος του. Αναλογίστηκε ότι της είχε χαρίσει την πανσιόν, την κληρονομιά του θείου του. Αναλογίστηκε τη γενναιοδωρία του, την πρόθεσή του να αφήσει τα πάντα και να έρθει μαζί της να ζήσουν εδώ. Αναλογίστηκε την αγάπη του.

«Αυτή τη φορά δεν θα σε κυνηγήσω Μαριάννα!» Η φωνή του στοίχειωνε τις σκέψεις της και τώρα, μόλις τώρα ένιωσε ότι τον είχε χάσει πραγματικά. Τον είχε εγκαταλείψει υποθέτοντας λάθος πράγματα. Βγάζοντας λάθος συμπεράσματα και χωρίς να έχει το θάρρος να διακινδυνέψει, προτίμησε τη φυγή χωρίς να δώσει εξηγήσεις. Πόσο σκάρτη θα έμοιαζε στα μάτια του! Πόσο λίγη μετά από όλα όσα είχε κάνει για εκείνη.

Δάκρια άρχισαν να κυλούν και πάλι στα μάγουλά της, τα οποία είχαν πια συνηθίσει το αλμυρό υγρό που τα κάλυπτε σχεδόν συνέχεια. 

Έχωσε το φάκελο με το εισιτήριο στην τσέπη και κράτησε τον φάκελο που είχε παραδώσει η ίδια στον Αλεξάντερ, την πρώτη μέρα που τον γνώρισε. Δεν ήθελε να τον ανοίξει. Φοβόταν για το τι άλλο θα αποδείκνυε περίτρανα την ηλιθιότητά της. Γιατί να ήθελε ο Αλεξάντερ να της το στείλει; Σκούπισε τα μάτια της και προχώρησε κοντά στη θάλασσα. Έκατσε και ήπιε μια γερή γουλιά από το ρόφημά της χωρίς να παίρνει τα μάτια της από το φάκελο που κρατούσε στο άλλο της το χέρι. Άφησε το τσάι δίπλα της και άνοιξε με χέρια που έτρεμαν την επιστολή.

Αλέξανδρε, παιδί μου!

Έχουμε καιρό να μιλήσουμε και ακόμα περισσότερο καιρό να ειδωθούμε. Κάποτε σου είπα να παλέψεις και να βρεις τις ισορροπίες σου. Τις βρήκες τελικά; Αν το κατάφερες και είσαι ευτυχισμένος με τις επιλογές σου, εγώ θα είμαι ακόμα πιο ευτυχής. Αν όμως δεν είναι έτσι, αν παγιδεύτηκες στο ίδιο παιχνίδι που είχε παγιδευτεί και ο πατέρας σου, τότε έχω καθήκον να σου υπενθυμίσω όλα όσα ανακάλυψες εδώ κοντά μου. 

Είχα μια γεμάτη ζωή. Η μοίρα με ευλόγησε να έχω κοντά μου σπουδαίους ανθρώπους, με ψυχή και καρδιά. Η μοίρα μου έφερε εσένα κοντά μου και πάντα υπήρξα περήφανος για τον ανιψιό μου. 

Η ζωή μου έκανε τον κύκλο της.  Γεμάτος και χορτασμένος πια, νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να κλείσει το δικό μου κεφάλαιο και να σπείρω λίγη σύγχυση στη δική σου ζωή. Όπως έκανα όταν διάβαζες για τις εξετάσεις και σε διέκοπτα δελεάζοντάς σε να πάμε για ψάρεμα, ή όταν έκανες τα μαθηματικά σου και εγώ απήγγειλα στοίχους από την Οδύσσεια. Και πίστεψέ με, τον χρειαζόσουν αυτόν τον περισπασμό. Το λουλούδι δεν χρειάζεται μόνο νερό για να επιβιώσει. 

Σου αφήνω λοιπόν την πανσιόν, τη μισή πανσιόν για την ακρίβεια. Την άλλη μισή την αφήνω σε μια σπάνια γυναίκα που στάθηκε σαν κόρη μου, που της αξίζει το καλύτερο και που η ζωή δεν στάθηκε καλή μαζί της. 

Ας γίνει το μερίδιό σου από αυτόν τον τόπο το εργαλείο με το οποίο θα ξεκλειδώσεις την πόρτα για την ευτυχία σου και ίσως να ευτυχίσουν και άλλοι στην πορεία, ότι και αν σημαίνει αυτό.

Συγχώρεσε ένα ανόητο γέρο που μπορεί να λέει και ανοησίες. 

Ήσουν πάντα στην καρδιά μου. Μην ξεχαστείς, ζήσε!

Δημήτρης    

Η Μαριάννα δίπλωσε το γράμμα και κοίταξε τη θάλασσα.

«Α ρε κυρ Δημήτρη», είπε και πετάχτηκε μεμιάς όρθια απόλυτα σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνει.

Storm at heart (greek)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα