Συνάντηση με " γνωστό"

109 19 6
                                    

Περιπλανιόταν για μέρες ολόκληρες στο δάσος, σπάνια πλησίαζε το χωριό. Τελικά φοβήθηκε και δεν μπήκε στο χωριό. Κοιμόταν στο δάσος και έτρωγε φυτά και έντομα και ότι έβρισκε μπροστά της. Δεν ήξερε που να πάει, εξάλλου δεν είχε καμία απολύτως ιδέα για τη ζωή πάνω στη γη και στους κατοίκους της τους ανθρώπους. Ναι μεν τους προστάτευε, το καθήκον της ήταν να τους προστατεύει από τον ουρανό και το βασίλειο. Ποτέ της δεν είχε κατέβει στη γη, μέχρι τώρα φυσικά.
Δεν τολμούσε να πλησιάσει κανέναν άνθρωπο από ταλαιπωρία και ντροπή κυρίως.
"Τώρα που με έπιασαν οι ντροπές." Σκεφτόταν βασανιστικά μέσα της.
"Τι πρόκειται να κάνω τώρα; Ούτε μπορώ να πάω κάπου που δεν έχω καμία ιδέα, ούτε μπορώ να γυρίσω στους ουρανούς. Δηλαδή και πάλι στο μηδέν ανακαλύπτω."
Η αδυναμία άρχισε σιγά, σιγά να την λιώνει ολόκληρη. Αυτό φαινόταν πια όχι μόνο στο σώμα της, αλλά ενοχλούσε περισσότερο τη ψυχή της. Η αδυναμία της τύφλωσε τα μάτια της, τα οποία δεν έβλεπαν το κόσμο πια με το ίδιο ρυθμό όπως πριν, τώρα ο κόσμος ολόκληρος έγινε πιο κρύος και αναίσθητος και πολύ περισσότερο άδικος.
Το δάσος της έκοβε της αισθήσεις της, πρώτη φορά ήταν σε ένα όπως αυτό. Η καταδίκη της βάρενε παρά πολύ και ήξερε πως να βγει από όλη αυτή τη κατάσταση δεν θα είναι τόση εύκολη.
Κάθισε πάνω σε ένα βράχο και σκεφτόταν. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Είναι σε σημείο μηδέν, σαν ποτέ ξανά πριν στην ζωή της. Δεν ήξερε τι κάνει, οπότε της έμεινε να συνεχίσει την περιπλάνηση της και να αναστήσει την προσωπική της δικαιοσύνη.

Είχε φτάσει μεσημέρι και αυτή δεν βρήκε ακόμα το απαραίτητο θάρρος, να ανακαλύψει ακόμη την ανθρώπινη κοινωνία του χωριού. Καθόταν μόνη της και η πείνα την έλιωνε. Ποτέ δεν είχε βρεθεί σε θέση να πεθαίνει της πείνας. Ήταν μια καινούρια εμπειρία.
Εκεί που είχε ήσυχο το κεφάλι της,άκουσε ένα ήχο πίσω από τα κλαδιά ενός κοντινού δέντρου. Αυτό την έκανε να τρομάξει όλο και περισσότερο, ήταν και τελείως άοπλη.
Αυτό το κάτι ερχόταν με ένα γρήγορα βηματισμό και αυτό πάτησε ένα κλαδάκι και ακούστηκε ένα χτύπημα στο κορμό του δέντρου μάλλον. Και ακούστηκε και αυτό"Αουουου."
Η Gavrilla κοιτούσε εκείνο το σημείο, τώρα και λίγο μπερδεμένη. Αυτό το κάτι πλησίαζε όλο και πιο κοντά.
"Όχι."
Και από τα κλαδιά ενός χαμηλού δέντρου, εμφανίστηκε ένα κατάξανθο κεφάλι. Ήταν ένα πρόσωπο ενός νεαρού αγοριού, στην ανθρώπινη ηλικία γύρω στα 25. Είχε κατάξανθα μαλλιά, σαν σιτάρι. Τη κοιτούσε και σαν την αναγνώρισε από τη πρώτης στιγμή. Τα μάτια του φωτίστηκαν και έλαμψε ένα τρανταχτό χαμόγελο στα χείλη του.
Άρχισε σχεδόν να τρέχει κοντά της, αλλά εκείνη τρομαγμένη σήκωσε το αριστερό χέρι μπροστά της, ώστε να τον σταματήσει.
"Σταμάτα. Μην με πλησιάζεις. Άσε με."
Εκείνος σταμάτησε με ζωγραφιστεί απορία στο πρόσωπό του.
"Γιατί; Δεν με αναγνωρίζεις."
"Μπορεί να έπεσα από τα ουράνια, αλλά εσένα δεν σε ξέρω. Δεν είδα ποτέ πριν."
"Μα γιατί; Δεν με θυμάσαι; Με λένε Ilias. Δεν με αναγνωρίζεις;"
Είπε λυπημένος. Η κοπέλα για πρώτη φορά κατάλαβε τι σημαίνει λύπη σε κάποιο πρόσωπο.
"Όχι δεν σε ξέρω."
"Μα, είμασταν και οι λευκοί άγγελοι. Και οι δυο υπηρετούσαμε το καλό. Δεν θυμάσαι; Σίγουρα θα είμασταν μαζί κάπου;"
"Όχι."
Ανάκτησε εκείνη ξερά τελείως.
"Δεν σε ξέρω. Αλήθεια δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ."
Εκείνος ο Ilias κοιτούσε με κάτι λυπημένα ματάκια σαν ένα πονεμένο κουταβάκι.
Η Gavrilla τον λυπόταν και σαν Άγγελος πρώτη φορά γνώρισε τη σημαίνει λύπη. Πρώτη φορά στη ζωή της την έβλεπε καθαρά και την ένιωθε παρά πολύ έντονα μέσα της. Αυτά τα συναισθήματα δεν είχε ακόμα την δύναμη να τα ελέγχει.
Ο άγνωστος συνέχισε τη μάντρα του, προσπαθώντας να πείσει τη κοπέλα πως τον ξέρει. Ή μήπως είχε κάτι άλλο κατά νου;

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 06, 2017 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Καταδίκη των Σκοτεινών Αγγέλων {bookcontest2k17} {READINT2017}{BBC17}"#Where stories live. Discover now