Κεφαλαιο 35

1.5K 134 2
                                    

Νινας pov.

Απο ωρα σε ωρα θα ερθει αυτη και θα παρει τον ηλιθιο αδερφο της απο εδω και θα φυγουν. Και ο Μαρκος θα ειναι ξανα δικος μου, για παντα. Μα καλα, τι νομιζε οτι δεν θα το καταλαβαινα; Ποιος την πεφτει στεγνα στο κοριτσι του φιλου του; Φανηκε απο χιλιομετρα οτι κατι πηγαινε στραβα με ολο αυτο. Μια το δειπνο, μια αυτος ο Αχιλλεας που ηθελε να παμε μαζι για ψωνια ενω δεν με ξερει καν. Δεν ειμαι τοσο ηλιθια.

Τωρα ειναι δεμενος σε μια σιδερενια καρεκλα, μς δυο μολωπες και μια μελανια στο προσωπο. Το ευχαριστηθηκα πολυ οταν τον χτυπουσε ο Δημητρης, μα πραγματικα ηθελα να ημουν σε μια γωνια και να απολαμβανα το ξυλο που εδιναν στην Δαφνη. Της αξιζε. Δεν της ειχε μαθει η μαμα της να μην παιρνει αγορια αλλων. Τωρα, μετα απο αυτο ελπιζω να εμαθε και να μην με ξαναενοχλησει.

"Αντε που ειναι τοση ωρα; Εχω και δουλειες", παραπονιεται ο Δημητρης καθως ρουφαει μια τζουρα απο το τσιγαρο του. Εγω δυσανασχετω και ξεφυσω αγανακτισμενα. Το ξερω γαμωτο, εχει αργησει. Εμενα δεν με στηνει κανεις.

"Παρε τηλεφωνο", προσταζω και του πεταω το τηλεφωνο του αδερφου της αποτομα. Εκεινος πληκτρολογει και μου δινει το ακουστικο.

"Γιατι αργεις κουκλα; Θες να τον πυροβολησω στο ποδι;", ρωταω απειλητικα και μπορω να νιωσω τον τρομο που εχει για τον αδερφο της. Καλα να παθεις.

"Σε παρακαλω μην τον πειραξεις. Ερχομαι σε δυο λεπτα", αναφωνει αγχωμενα και εγω χαμογελαω στην ηττα της. Πλυμμηριζω απο ευτυχια που επιτελους θα φυγει μια και καλη απο τη ζωη μας και θα μπορεσω να χτισω το μελλον μου με τον Μαρκο. Θα τον αναγκασω να με θελει, εξαλλου ο,τι θελω το παιρνω.

Κλεινω το τηλεφωνο και περπατω κατα μηκος αυτης της ερειπωμενης αποθηκης του Δημητρη. Ειπε οτι ειναι ασφαλες εδω, δεν προκειται να μας βρουν οι μπατσοι.

Σε λιγα λεπτα ακουω ροδες αυτοκινητου και στρεφομαι προς τον Δημητρη ο οποιος αμεσως οπλιζει το περιστροφο του. Περπαταει αργα προς την πορτα και κρυβεται πισω της, ενω προσπαθει να δει ποιος ηρθε.

"Ταξι", ψιθυριζει αθορυβα και καταλαβαινω οτι ηρθε αυτη. Εμφανιζεται με δυο βαλιτσες στα χερια και στεκεται στην εισοδο. Ο Δημητρης την αρπαζει αμεσως απο τον μπρατσο και την οδηγει σε μενα.

Μολις αντικρυζει τον αναισθητο αδερφο της, βουρκωνει και εγω ξεσπω σε γελια. Δεν επρεπε να μπλεξει μαζι μου.

"Σου αρεσει να πονας τους αλλους ετσι;", λεει με φωνη σπασμενη και με κοιταει με μισος.

"Φυσικα. Οταν ανακατευονται στις υποθεσεις μου", απανταω αδιαφορα και κανω εναν κυκλο γυρω απο το αναισθητο σωμα του Αχιλλεα.

"Λυσε τον. Θα τον παρω να φυγουμε και δεν θα μας ξαναδεις στο υποσχομαι", λεει με τρεμαμενη φωνη και χαμογελαω ευχαριστημενη. Επιτελους.

Μολις ομως παω να λυσω τον αδερφο της, ο Δημητρης ξαφνικα πεφτει στο πατωμα και ουρλιαζει απο τον πονο. Ενα κυμμα αγχους με διαπερναει αμεσως και εχω κοκκαλωσει. Τι σκατα εγινε τωρα;

Σε κλασματα δευτερολεπτων μπαινουν μεσα πεντε ενοπλοι αστυνομικοι και με πλησιαζουν. Εγω παιρνω αμεσως ενα κοφτερο μαχαιρι που βρισκοταν πανω στο τραπεζι και το ακουμπαω στον λαιμο του Αχιλλεα.

"Αφηστε τα οπλα κατω, αλλιως τον καθαρισα", απειλω φωναζοντας μα οι ενοπλοι εξακολουθουν να με σημαδευουν με τα οπλα τους.

"Νινα, τελειωσε γαμωτο. Παραδωσου", φωναζει η Δαφνη και η οργη με καταβαλλει κανοντας το αιμα μου να βραζει. Αναθεματισμενη!
Γαμωτο, παγιδευτηκα. Το βρηκα. Αφου δεν προκειται να ξεφυγω απο τους μπατσους, ας κανω την Δαφνη να υποφερει απο τυψεις. Πιεζω το μαχαιρι στο λαιμο του αδερφου της και εκεινος αμεσως ξυπναει εχοντας ενα φοβισμενο βλεμμα.

Αμεσως μπηγω το μαχαιρι στο λαιμο του ματωνοντας το και ακουω την κραυγη της Δαφνη απο μακρια.

"Τωρα πως νιωθεις που χανεις καποιον που αγαπας;", ρωτησα ρητορικα και στη συνεχεια ακουσα εναν πυροβολισμο. Ζεστο υγρο κυλησε ξαφνικα μεσα απο την μπλουζα μου και αρχισα να ζαλιζομαι. Κοιταξα ερωτηματικα τους μπατσους γυρω μου και υστερα σωριαστηκα στο πατωμα με τις αισθησεις μου να χανονται.

Πάθος ή Λάθος?(Ολοκληρωμενη)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα