Χωριό στο πουθενά.

93 9 3
                                    

Περπατάω μέσα στο κρύο κόντρα στον δυνατό άνεμο που εμποδίζει κάθε μου βήμα. Η χονοθύελα σβήνει τα αποτυπώματα μου πάνω από το απαλό χιόνι του βουνού. Στο μυαλό μου τρεμοπαίζει ο θρύλος της χαμένης πόλης που άκουσα από έναν πωλητή στο τελευταίο χωριό που σταμάτησα. Μια πόλη φτιαγμένη από κρυστάλλους και πάγο. Είμαι σίγουρη πως πλησιάζω στην ανακάληψη της, το νοιώθω. Εκείνη την στιγμή οι σκέψεις μου σβήνουν. Η όραση μου θολώνει και το σώμα μου σταματάει. Με έχει νικήσει το κρύο.

Ξαφνικά νοίωθω μια ζεστασιά να διαπερνάει το σώμα μου

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Ξαφνικά νοίωθω μια ζεστασιά να διαπερνάει το σώμα μου. Ήταν όλα μονάχα ένα όνειρο; Ανοίγω αργά τα μάτια μου περιμένοντας να βρίσκομαι σε κάποιο πανδοχείο ξαπλωμένη στο προσωρινό μου δωμάτιο, όμως δεν είναι αυτό που αντικρίζω. Ένας ηληκιωμένος άντρας κάθεται απέναντι μου και μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά μαζεμένα σε μια πλαϊνή πλεξούδα με κοιτάζει επίμονα. Την στηγμή που καταλαβαίνει πως ξύπνησα φωνάζει έκπληκτη στον άντρα κάτι σε μια γλώσσα άγνωστη σε εμένα. Που στο καλό είμαι; Ο άντρας σηκώνεται και με πλησιάζει. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο κρύος αέρας να γεμίζει τα πνευμόνια μου. Πως βρέθηκα εδώ; Εγώ ανακάθομαι και πετάω το δέρμα ζώου που έχω για κουβέρτα. Ο άντρας τραβάει έναν δερμάτινο σάκο από την πλάτη του και τον ανοίγει. Ψάχνει για λίγο μέχρι που βγάζει ένα μικρό μπουκαλάκι και μου το δίνει. Το παρατηρώ ένα λεπτό. Το μπουκαλάκι είναι θολό και το υγρό μέσα είναι αηδιαστικό. Καλά εμένα τι με ενδιαφέρει; Θα έφευγα από εδώ ούτως ή άλλος μέχρι την δύση του ήλιου.  Έτσι κανω πάντα, κάθομαι λίγο σε ένα μέρος και μετά εξαφανίζομαι.

Αφήνω το μπουκαλάκι δίπλα μου και σηκώνομαι να ψάξω τα πράγματα μου

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Αφήνω το μπουκαλάκι δίπλα μου και σηκώνομαι να ψάξω τα πράγματα μου. Η κόκκινη κάπα μου είναι κρεμασμένη σε ένα σκαμπό μαζί με το σακίδιο πλάτης μου. Τα μαζεύω και φοράω την κάπα μου. Η γυναίκα μου φωνάζει κάτι που δεν καταλαβαίνω καθώς βγαίνω από την σκηνή. Μόλις βγαίνω έξω κοκαλώνω. Είμαι στη μέση του πουθενά! Το χωριό είναι πολύ μικρό και ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά γύρω συνειδητοποιώ πως το μόνο που περιβάλλει το χωριουδάκι είναι χιόνι. Δεν φαίνεται τίποτα άλλο σε ακτίνα χιλιομέτρων.

Μα πως συναίβει αυτό; Πως θα φύγω; Κάθομαι στο χιόνι και κλαίω. Ο ηλικιωμένος άντρας έρχεται και με περιμαζεύει, με πάει πίσω στην σκηνή. Κάθομαι κάτω και τυλήγομαι με την κουβέρτα από δέρμα ζώου. Ίσως και να μην είναι τόσο άσχημα εδώ.  Ίσως ειναι απλά άλλη μια περιπέτεια. Θα την ξεπεράσω και αυτήν, λέω στον εαυτό μου και σκουπίζω τα δάκρυα μου.

 Θα την ξεπεράσω και αυτήν, λέω στον εαυτό μου και σκουπίζω τα δάκρυα μου

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα στην σκηνή ένα αγόρι. Δείχνει να είναι κοντά στην ηλικία μου και είναι ντυμένος με διαφορά χοντρά υφάσματα με πολύπλοκα σχέδια. Έχει κοντά μαύρα μαλλιά που δένουν μαζί με τα σκούρα λαμπερά ματιά του. Πρέπει να το παραδεχτώ... είναι αρκετά ωραίος. Ο γέροντας σηκώθηκε και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά του προτού ξεκινήσει να του μιλάει. Εμένα μου φάνηκε να εξηγεί την παρουσία μου εκεί, επειδή κάθε δεύτερη πρόταση γυρνούσε να με κοιτάξει και το αγόρι με επεξεργάζονταν όση ωρά μιλούσε. Τελικά με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε κάτι. Ο γέροντας μετέφρασε "Πως βρέθηκες εδώ;". "Εεε..." τους κοίταξα χαμένη. Το αγόρι επανέλαβε στην γλώσσα του την ερώτηση του και ο γέρος την ξαναμετέφρασε. "Δ-δεν ξέρω. Εσείς θα μου πείτε!" είπα θυμωμένα. Ο ηλικιωμένος μετέφρασε την απάντηση μου. Το αγόρι με κοιτάει όλο απορία. "Τι;! Δεν έχω ιδέα πως κατέληξα στο χωριό σας!" φώναξα. Ο γέροντας ξανά μετέφρασε τα λόγια μου και το αγόρι είπε κάτι κοφτά και έσκασε ένα χαμόγελο. "Δεν εννοώ στο χωριό." μετέφρασε ο γέρος. Ξανά μίλησε το αγόρι. "Εννοώ στο βουνό." είπε ο γέρος. "Απλά... ταξίδευα." είπα σιγανά. Αφότου άκουσε την απάντηση μου το αγόρι έδειξε το εαυτό του και είπε "Άλιον". Υπέθεσα πως είναι το όνομα του. Εγω όμως έχω κι άλλες ερωτήσεις και καμιά όρεξη για φιλίες.  "Πως ξέρεις την γλώσσα μου και τι γλώσσα μιλάς εσύ;" ρώτησα τον γέροντα. "Μιλάω την γλώσσα της Ηρίνας.  Και την δική σου επέμενε να την μάθω ο προπάππους μου." μου απάντησε. "Και γιατί;" ρώτησα εγώ γεμάτη περιέργεια.  "Την θεωρούσε το κλειδί της αιωνιότητας.  Την αποκαλούσε "γλώσσα του άλλου κόσμου"." είπε και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. Και οι δυο απομακρίνθηκαν και με άφησαν μόνη με τις σκέψεις μου. Είμαι σίγουρη πως αυτή η περιπέτεια θα είναι
η μεγαλύτερη της ζωής μου και με αυτή την σκέψη με παίρνει ο ύπνος.

SnowstormWhere stories live. Discover now