Κεφάλαιο 20

Start from the beginning
                                    

<<Δεν φεύγουμε αν δεν μου πεις γιατί θες να χωρίσουμε. Αφού με αγαπάς ακόμα.>> Είπε ο Φρανκ θυμωμένα καθώς είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.

<<Φρανκ δεν θέλω να φύγω από το Σερφ Σίτι. Δεν μπορώ άλλες μετακομίσεις. Νιώθω πως επιτέλους βρήκα το σπίτι μου.>>

<<Είναι επειδή θα είμαστε στο ίδιο πανεπιστήμιο; Αν σε τρόμαξε όλο αυτό το καταλαβαίνω, αν θέλεις τον χώρο σου και τον χρόνο σου και αυτό το καταλαβαίνω. Όπως καταλαβαίνω πως μου λες ψέματα, ή ακόμα χειρότερα, λες ψέματα στον εαυτό σου.>>

<<Φρανκ..>>

<<Αφού εσύ λάτρευες τα ταξίδια, ήθελες κιόλας να ταξιδέψεις στο L.A. και τώρα που σου δίνεται η ευκαιρία να σπουδάσεις εκεί την πετάς έτσι; >> H Λόρελ ήδη είχε αρχίσει να δακρύζει όταν ο Φρανκ που είχε πάρει φόρα την αποτελείωσε <<Και πετάς έτσι και εμάς; >>

Η απόλυτη σιωπή που επικράτησε έκανε τη Λόρελ να ακούσει έναν περίεργο ήχο, νόμιζε πως ήταν το χιόνι που έπεφτε με δύναμη στο παράθυρο, ή πως στάζει κάτι στην οροφή. Το αίμα στις φλέβες τις, η καρδιά της, το κεφάλι της ένιωθε πως θα εκραγούν. <<Το μετάνιωσα Φρανκ..>> Ήταν το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει.

Προτίμησε για άλλη μια φορά να μη του πει την αλήθεια .Έγινε πάλι η παλιά Λόρελ, μυστήρια πού δεν αφήνει κανέναν στην ζωή της. Ο Φρανκ δεν το συνέχισε, προτίμησε να ντυθεί και να φύγουν, αρκετά είχε πληγωθεί από τα λεγόμενα της. Επιπλέον ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς έπρεπε να γυρίσουν πίσω στο Σερφ Σίτι. Αφότου χωρίστηκαν εκείνη τη μέρα, ο Φρανκ σταμάτησε να παλεύει, πέταξε το κολιέ και μαζί προσπάθησε να πετάξει και ότι είχε απομείνει από αυτήν. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί και ο θυμός τώρα ήταν αυτός που έπαιρνε θέση. Η Λόρελ δεν πίστευε πως θα ένιωθε ποτέ χειρότερα από ότι είχε νιώσει πριν 3 χρόνια στη Γαλλία κι όμως....

Ήταν η χειρότερη πρωτοχρονιά της ζωής τους.

                                                                        

                                                                                                 ***


Σερφ Σίτι παραμονή πρωτοχρονιάς 2015

<<Ξύπνα! Το πρωινό είναι έτοιμο.>> Ξύπνησε μία φωνή την Νταϊάνα και όταν άνοιξε τα μάτια της αντίκρισε τον μικρό αδερφό της πάνω από το κεφάλι της.
<<Εντάξει.>> Είπε και κατέβηκε κάτω και τους βρήκε όλους εκεί έτοιμους γιά το τελευταίο πρωινό του χρόνου.
<<Έτοιμη γιά το πάρτι μικρή?>> Την ρώτησε ο Νταν, εκείνη χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.
<<Με ποιόν θα πας?>> Ρώτησε η Τζεν όλο ελπίδα, <<με αυτόν πού φαντάζομαι?>>
<<Ναί.>> Είπε η Νταϊάνα αδιάφορη.
<<Πείτε και σε μένα καλέ. Έχει το κοριτσάκι μου ραντεβού και 'γω δεν ξέρω τίποτα.>> Είπε η μαμά της διαμαρτυρώμενη. Ο Νταν γέλασε με τον τόνο της φωνής της κυρίας Έλεν, <<δεν είναι ραντεβού.>> Είπε κοφτά η Νταϊάνα που ακόμα δεν ήξερε τι αισθανόταν <<Απλά θα πάμε μαζί με τον Λίαμ στο πάρτι. Θα είναι όλοι εκεί, η Έμμα ο Γουίλ, η Ρόζι..>>
<<Ο Σαμ.>> Είπε η μαμά της χαμογελώντας, <<Πόσο το αγαπώ αυτό το παιδί. Είναι ο γαμπρός που θα ήθελε κάθε μητέρα για την κόρη της.! >> Η Νταϊάνα άρχισε να βήχει στο άκουσα της συγκεκριμένης πρότασης, <<μην ακούω βλακείες.>> Είπε και ήπιε λίγο από τον χυμό της.
<<Πλάκα πλάκα ωραίο ζευγάρι κάνετε.>> Είπε ο Νταν πονηρά, <<ΝΤΑΝ! >> Είπε η Τζεν και γέμισε μία κούπα καφέ.

ΣιωπήWhere stories live. Discover now