Chapter 1

13.1K 679 55
                                    

Αυτό ήταν. Είχε έρθει η ώρα. Ήσουν έξω από την εκκλησία. Ο πατέρας σου δίπλα σου με ένα χαμόγελο λύπης άνοιξε την πόρτα και όλα φάνηκαν να ήταν σε αργή κίνηση. Ο άντρας που θα παντρευόσουν βρισκόταν εκεί. Δεν μπορούσες να διακρίνεις το πρόσωπο του μα ήταν πολύ ψηλός. Το κεφάλι σου ίσα ίσα έφτανε τον ώμο του. Όταν στάθηκες δίπλα του γύρισε και τότε όλα σταμάτησαν. Μαύρα μαλλιά σαν την νύχτα, πράσινα μάτια σαν το βρεγμένο γρασίδι και βλέμμα κρύο και απόμακρο. Σε τρόμαζε λίγο. Έμοιαζε πολύ μεγαλυτερος από εσένα.


"Μπορείς να φιλήσεις την νύφη"


Μόλις το άκουσες αυτό πανικοβλήθηκες. Δεν είχες φιλήσει ποτέ κανέναν και κράταγες το πρώτο σου φιλί για κάποιον ξεχωριστό. Σήκωσε το πέπλο σου και έβαλε το χέρι του στο μάγουλο σου. Η απρόσμενη επαφή σε έκανε να ανατριχιάσεις και αυτός το κατάλαβε. Εκείνο έσκυψε και εσύ περίμενες τα χείλη σου να νιώσουν κάτι διαφορετικό μα τίποτα δεν ήρθε. Το μόνο που άκουσες ήταν χειροκροτήματα. Τον κοίταξες στα μάτια και κατάλαβες ότι έτσι πως έβαλε τα χέρια του φαίνονταν σαν να έχετε φιληθεί. Ίσως δεν ήθελε να σε φιλήσει ή ίσως το έκανε από καλοσύνη; "Ίσως να μην είναι τόσο τρομακτικός" σκέφτηκες. Ο άντρας έφυγε από δίπλα σου και πήγε προς μια παρέα. Η Λίζα η μητριά σου ήρθε δίπλα σου.

"Από εδώ και πέρα θα μένεις μαζί του, τα πράγματα σου ήδη βρίσκονται στο σπίτι του" είπε.

Έγνεψες και την ακολούθησες προς μια μαύρη λιμουζίνα. Μπήκες μέσα και εκείνη είχε το βλέμμα της νικήτριας.

"Ελπίζω να ζήσεις ευτυχισμένα με τον πατέρα μου" είπες και έκλεισες την πόρτα του αμαξιού. Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά έστριψε και έφυγε.

Το νυφικό ήταν ενοχλητικό και ανυπομονούσες να το βγάλεις. Θα έμενες σε ένα μέρος μακριά από το σπίτι σου, με έναν άγνωστο που είχες μόλις παντρευτεί. Τις σκέψεις σου διέκοψε το κλείσιμο της πόρτας. Γύρισες το κεφάλι σου και κοίταξες τον σύζυγο σου. Ούτε το όνομα του δεν ήξερες. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα του και τα μάτια σας συναντήθηκαν. Τα μπλε μάτια σου προσπαθούσαν να κοιτάξουν πίσω από το πράσινο τοίχος των δικών του ίσως για να βρεις κάποιο συναίσθημα γιατί είχε ακόμα το απόμακρο βλέμμα.

"Πως σε λένε;" ρώτησε και κοίταξε αλλού. Η φωνή του δεν ήταν σκληρή αλλά ωραία.

"Κάρολαιν εσένα;"

"Ίαν" είπε και εκεί σταμάτησε η κουβέντα.

Στην διαδρομή επικρατούσε μια άβολη ησυχία. Κοιτούσες έξω από το παράθυρο ενώ ο Ίαν κοιτούσε από την άλλη μεριά. Ξαφνικά το τοπίο άλλαξε. Η μονοτονία των άχαρων σπιτιών αντικαταστάθηκε από δέντρα και φυτά. Ήταν σαν να άνοιξε ένα δάσος στη μέση και να σας υποδεχόταν πιο βαθιά μέσα του. Η ποικιλία λουλουδιών και τα χρώματα σε έκαναν να χαμογελάσεις ελάχιστα. Παλιότερα όταν η μητέρα σου ζούσε, συνήθιζε να σε πηγαίνει σε ένα μικρό λόφο και να σου λέει ιστορίες για τα νεράιδες και πρίγκιπες. Ακόμα θυμάσαι τα ξανθά της μαλλιά που ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι και το αστραφτερό της χαμόγελο να ζεστάνει την καρδιά σου. Ένα δάκρυ πήγε να κυλήσει από τα μάτια σου αλλά το σκούπισες πριν προλάβει να εμφανιστεί. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά σε μια τεράστια έπαυλη. Ο Ίαν βγήκε έξω και ο οδηγός σου άνοιξε την πόρτα σου και πρόσφερε το χέρι του.

Ερωτεύτηκα τον Άντρα μου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα