Κεφάλαιο 11

Start from the beginning
                                    

Όταν έφτασε σχολείο βρήκε την παρέα της να κάθετε στο γρασίδι κοντά στην είσοδο. Ο Σαμ και η Έμμα δεν ήταν εκεί.
<<Καλημέρα παιδιά. Πού είναι οι άλλοι;>>
<<Ο Σαμ δεν θα έρθει τις πρώτες ώρες, δεν ξέρω γιατί η Έμμα μόλις έφυγε για το γραφείο, πρέπει να τακτοποιήσει κάτι χαρτιά.>> Της απάντησε η Ρόζι.
<<Τι λέτε να κάνουμε σήμερα;>> Ρώτησε η Νταϊάνα.
<<Έγω δεν μπορώ σήμερα, θα πάω με τους γονείς μου για φαγητό είναι τα γενέθλια της μαμάς μου.>> Είπε ο Γουίλ.
Χρόνια πολλά του ευχήθηκαν όλοι.
<<Και γω δεν μπορώ πρέπει να βοηθήσω τον άχρηστο από δω να πάρει δώρο στην μαμά του γιατί εδώ και δεκαεπτά χρόνια δεν ξέρει ούτε καν τι χρώμα της αρέσει. Μετά πρέπει να πάω στην γιαγιά μου γύρισε από το ταξίδι της.>> Είπε η Ρόζι.
<<Μάλιστα οπότε οι δυό μας Νταϊάνα.>> Είπε ο Λίαμ.
<<Ο Σαμ και η Έμμα;>> Ρώτησε η Νταϊάνα.
<<Μην με ρωτάς δεν έχω ιδέα.>> Απάντησε ο Γουίλ.
<<Ούτε 'γω.>> Είπε η Ρόζι.
<<Θα δούμε.>> Είπε χαμογελώντας η Νταϊάνα.

<<Καλημέρα σας. Έχω έρθει για την επιλογή μαθημάτων.>> Είπε η Έμμα στην γραμματεία.
<<Καλημέρα, δώσε μου ένα λεπτό γιατί δεν είμαι εγώ η υπεύθυνη.>> Είπε η κοπέλα πίσω από το γραφείο.
<<Έμμα;>> Είπε μία γνώριμη φωνή.
<<Βανέσσα; Τι κάνεις έδω;>>
<<Δουλέυω εδώ από φέτος>>
<<Δεν το πιστεύω. Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω. Η μαμά θα χαρεί πολύ να σε δεί.>>
Η Βανέσσα ήταν παλιά η νταντά της Έμμα όταν ήταν μικρή. Έμενα ακριβώς δίπλα από το σπίτι της και γνώριζε την οικογένεια της Έμμα από όταν γεννήθηκε. Όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο βρήκε δουλειά στην Καλιφόρνια και έφυγε.
<<Και γω χαίρομαι που σε βλέπω γλυκιά μου. Πως είσαι; Οι γονείς σου;>>
<<Μιά χαρά είμαστε όλοι. Πως και γύρισε πίσω στην πόλη; Πότε ήρθες;>>
<<Έψαχνα δουλειά τα τελευταία χρόνια εδώ, μου έχει λείψει το σπίτι μου. Πριν κανένα μήνα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα και μου προσέφεραν δουλειά εδώ στο σχολείο να διδάσκω ιστορία. Φυσικά και δέχτηκα.>>
<<Χαίρομαι τόσο πολύ πού θα σε βλέπω κάθε μέρα.>> Είπε η Έμμα και την αγκάλιασε.
<<Θα περάσω σήμερα να σας δω, ήρθα χθες οπότε δεν έχω προλάβει να δω τίποτα ακόμα. Μου έλειψε τόσο πολύ το μέρος όμως.>>
<<Τέλεια, η μαμά θα τρελαθεί από την χαρά της.>>
<<Θα σε δω μετά τότε.>> Είπε η Βανέσσα και γύρισε πίσω στο γραφείο της.

<<Καλημέρα, έχεις συμπληρώσει τα χαρτιά;>> Ρώτησε η υπεύθυνη την Έμμα.
<<Ναί.>>
<<Πέρασε στο γραφείο μου.>> Της είπε.
Αφού η Έμμα συμπλήρωσε όλα τα χαρτιά πού έπρεπε βγήκε από το γραφείο της υπεύθυνης την ευχαρίστησε και βγήκε από την αίθουσα. Τότε είδε ένα αγόρι μελαχρινό να στέκεται στον τοίχο και να βρίζει, η Έμμα τον πλησίασε.
<<Είσαι καλά; Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;>>
<<Όχι.>> Είπε εκείνος χωρίς να την κοιτάξει καν.
<<Είσαι καινούργιος; Δεν σε έχω ξανά δει.>> Είπε εκείνη.
<< Και ούτε πρόκειται.>>
<<Γιατί το λες αυτό;>> Τον ρώτησε.
<<Γιατί δεν με δέχονται στο σχολείο, πολύ αργά για εγγραφές είπαν.>>
<<Αλήθεια;>>
<<Με βλέπεις να κάνω πλάκα;>> Της είπε και την κοίταξε στα μάτια, πόσο ωραία μάτια έχει ο τύπος, σκέφτηκε η Έμμα.
<<Καλά μην είσαι τόσο απότομος, δεν ήξερα ότι δεν δέχονται εγγραφές μετά την έναρξη της χρονιάς. Τι θα κάνεις τώρα; Μετακόμισες εδώ στην πόλη πρόσφατα;>>
<<Πρέπει να βρω λύκειο να γραφτώ μέχρι το τέλος της ημέρας κοπέλα μου, σταμάτα να ρωτάς τόσα πράγματα, βλέπεις πως έχω πρόβλημα. Πήγαινε να κουτσομπολέψεις με τις φίλες σου στο προαύλιο και άσε με να βρω μία λύση.>> Της είπε επικριτικά.
<<Μπορείς να μην είσαι τόσο αγενής μαζί μου πιά; Nα βοηθήσω ήθελα, είμαι τόσα χρόνια στο σχολείο και ξέρω τους πάντες. Αλλά φυσικά και δεν θες βοήθεια από μένα.>> Είπε η Έμμα και πήγε να φύγει.
<<Περίμενε Μις τέλεια, το εννοείς πως μπορείς να με βοηθήσεις;>>
<<Φυσικά και μπορώ, όπως είπα ξέρω τους πάντες. Απλά δεν θέλω πια να το κάνω. Είσαι πολύ αγενής οπότε πιο το νόημα να σε βοηθήσω;  Για να σε έχω όλη τη χρονιά μέσα στα πόδια μου;>>
<<Συγνώμη πριγκίπισσα δεν θα σου ξανά μιλήσω έτσι, μπορείς να με βοηθήσεις;>>
<<Δεν έχω ακούσει ακόμα την μαγική λέξη.>> Είπε εκείνη με
bitch face.
<<Παρακαλώ;>>
<<Χμ, για να δω τι μπορώ να κάνω.>>
Η Έμμα πήγε μέσα στα γραφεία για λίγα λεπτά και γύρισε με την Βανέσα.
<<Γειά σου. Η Έμμα από δω μου λέει πως δεν δέχονται την εγγραφή σου σχολείο.>> Είπε η Βανέσα.
<<Ναί, μπορείτε να κάνετε κάτι γι'αυτό;>>
<<Αφού είσαι φίλος της Έμμα ναι, θα σε βοηθήσω. Πως σε λένε;>>
<<Τζος.>> Είπε εκείνος.
<<Δώσε μου τα χαρτιά σου.>>
<<Ορίστε.>>
Η Βανέσσα τα κοίταξε γιά λίγη ώρα.
<<Πέρνα σε καμιά ώρα να πάρεις το πρόγραμμα σου. Θα φροντίσω εγώ για αυτό.>> Είπε η Βανέσσα χαμογελώντας.
<<Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.>>
Η Βανέσσα γύρισε στο γραφείο της και τα δύο παιδιά πήγαν προς την έξοδο.
<<Έμμα σωστά;>>
<<Ναί.>> Είπε εκείνη.
<<Σε ευχαριστώ πραγματικά γιά αυτό.>>
<<Κανένα πρόβλημα.>> Του χαμογέλασε. <<Γιατί ήθρες στο σχολείο αυτό; Τι έγινε με το προηγούμενο;>> Ρώτησε.
<<Δεν μπορείς να τα μαθαίνεις όλα.>> Της έκλεισε το μάτι.<<Παίρνεις μέρος για βασίλισσα στον χορό να φανταστώ.>>
<Γιατί το λες αυτό;>>
<<Με τέτοιες γνωριμίες θα βγείς σίγουρα.>> Της είπε και της χαμογέλασε πονηρά.
Εκείνη γέλασε. Είχε κάτι μυστήριο πάνω του και γοητευτικό ταυτόχρονα. Έμμα συγκεντρώσου, είναι τελείως αλήτης ο τύπος φαίνεται από μακριά, με τα σκουλαρίκια και αυτό το βλέμμα, γιατί όμως τον βοήθησα; Δεν ξέρω! Όλα για κάποιον λόγο γίνονται σκέφτηκε η Έμμα καθώς τον έβλεπε να φεύγει από τον διάδρομο.

Μετά το σχολείο ο Γουίλ πήγε να βρεί την Ρόζι και έφυγαν μαζί για το εμπορικό.
<<Λοιπόν έχεις σκεφτεί τι θα της πάρεις;>> Ρώτησε η Ρόζι καθώς έμπαιναν στο εμπορικό.
<<Εμ νομίζω κόσμημα. Δεν έχω ιδέα βασικά. Πες μου εσύ, ξέρεις την μαμά μου τόσα χρόνια και την έχεις δεί τι φοράει.>>
<<Και συ το ίδιο Γουίλ τυχαίνει να σαι γιός της τώρα τελευταία.>> Του είπε η Ρόζι και γέλασαν.
<<Τι ήταν το πρώτο δώρο που της έκανες;>>

<<Δεν της έχω κάνει ποτέ δώρο. Μετά τον θάνατο και της Λίλη έχει χρόνια να γιορτάσει τα γενέθλιά της.>>
<<Τι; Δεν υπάρχει περίπτωση, έστω και μία ζωγραφιά όταν ήσουν μικρός θα της είχες κάνει.>>
<<Όχι δεν θυμάμαι.>>
<<Γουίλ με δουλεύεις; Δεν είναι δυνατόν να μην έχεις κάνει ποτέ δώρο στην μαμά σου.>>

<<Καλά καλά, μπορεί και να της έχω κάνει. Αλλά ήταν κάτι ασήμαντο.>>
<<Πες μου τι ήταν.>> Του είπε εκείνη επίμονα.
<<Άμα σου μπεί κάτι στο κεφάλι ρε Ρόζι.>>
<<Πες μου είπα.>>
<< Όταν ήμουν μικρός 4 νομίζω, της είχα κάνει δώρο ένα λουλούδι. Το είχα κόψει από έναν κήπο και θυμάμαι μάλιστα είχα χτυπήσει για να το πάρω αλλά δεν της το είπα, της είπα πως έπεσα όταν έπαιζα. Την θυμάμαι να δακρύζει όταν της το έδωσα, νόμιζα πως δεν της άρεσε και στεναχωρήθηκα όμως μετά εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε πως είμαι το πιό καλό παιδί στον κόσμο και δεν θα με άλλαζε με κανέναν. Είπε εκείνος και τα μάτια του βούρκωσαν.
<<Γουίλ, αυτό είναι πολύ όμορφο. Δεν στο είχα τέτοιο συναίσθημα, έλα εδώ.>>Του είπε και τον αγκάλιασε.
<<Εντάξει φτάνει, ας βρούμε κάτι τώρα.>> Είπε εκείνος και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της.
<<Ξέρεις τι λέω; Να της πάρεις ένα κόσμημα, ένα βραχιόλι ίσως, ξέρω πως της αρέσουν. Να της βάλεις ένα λουλούδι μαζι σαν εκείνο που της είχες δώσει τότε και μία κάρτα. Τι λες;>>
<<Ρόζι μου είσαι ιδιοφυία. Δεν στο είχα.>> Την πείραξε.
<<Να δω τι θα έκανες χωρίς εμένα.>> Του είπε εκείνη.
<<Πραγματικά δεν ξέρω και ούτε θέλω να ξέρω.>> Είπε ο Γουίλ και πήγαν προς το κοσμηματοπωλείο.

Άλλο ένα κεφάλαιο, έρχονται διάφορες εξελίξεις.
Αν σας αρέσει η ιστορία μου πατήστε αστεράκι και προωθήστε την. Ευχαριστώ :) <3
ΧΟΧΟ

Υ.Γ. Στην φωτογραφία είναι ο Τζος.






ΣιωπήWhere stories live. Discover now