Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ

En başından başla
                                    

Οι σκέψεις πλυμμήρισαν το μυαλό της και πάλευε να σταθεί όρθια.Θα προτιμούσε,να την είχε εγκαταλλήψει και να ζούσε μια καλή ζωή,θα ένιωθε καλύτερα αν ήξερε πως ο λόγος, που απο τα δέκα της τη στερήθηκε, ήταν για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα,για να φτάσει ψηλά.Ακόμα και περήφανη θα ένιωθε,ακόμα και αυτό.Αλλά ποια μάνα αφήνει το παιδί της για να γίνει πόρνη?Ποια μάνα το ξεχνά και διαλέγει τέτοιο δρόμο,βρώμικο,αδιέξοδο, γεμάτο εξάρτηση και απελπησία? Γιατί?ρώτησε η Νέλη κοιτώντας τον ουρανό και ξαφνικά έπαψε να είναι σίγουρη για το λόγο που θέλει να τη σώσει.Έψαχνε μέσα της και έσερνε το σώμα όλο και πιο μακρυά.

Η φυγή του γονειού, είναι ένα κενό στη ψυχή ενός παιδιού που τίποτα δεν μπορεί να το καλύψει.Ακόμα και η ζωή του να είναι στρωμένη με ροδοπέταλα,εκείνο το τίποτα μέσα του θα υπάρχει,σα μικρόβιο δίχως θεραπεία.Κάποιες φορές μεγαλώνει όσο περνάν τα χρόνια και άλλες πάλι βρίσκει τρόπο απλά να κρυφτεί.Μα ποτέ δε φεύγει,σα πληγή μοιάζει που δε κλείνει και όλο αιμοραγεί.Γιατί ο άνθρωπος απο τη γέννησή του ψάχνει την αποδοχή, ξεκινώντας απο τους γονείς.Αυτούς βλέπει στο πρώτο άνοιγμα των ματιών,μ'αυτούς ζει,αυτούς χρειάζεται,αυτούς μαθαίνει ν'αγαπά.Έτσι και η Νέλη μπερδευόταν και δεν ήξερε γιατί.Είναι μάνα μου έλεγε τη μια και θύμωνε μαζί της απ'την άλλη.Μα στη πραγματικότητα εκείνη τη βοήθεια, τη πρόσφερε για τον εαυτό της.Το κενό στη ψυχή, μόλις την είδε, την έκανε να λαχταρά όσα απο κείνη της είχαν λείψει. Και ύστερα στο πίσω μέρος του μυαλού, έριχνε στον εαυτό της την ευθύνη που έφυγε.Ίσως να της ήταν βάρος,ίσως να μην ήταν αρκετά καλή,ίσως πάλι απλά να μη την αγαπούσε.Θα την έσωζε με την ελπίδα πως μια μέρα θα της έλεγε το σ'αγαπώ που λαχταρούσε.Και τότε η Νέλη θα είχε πίσω ολόκληρη τη ψυχή της.

Περπάτησε αρκετά δίπλα στο δρόμο που ήταν άδειος.Η ώρα είχε περάσει και έβγαλε το κινητό απο τη τσέπη της.Ο Έρικ την είχε καλέσει δυό φορές και το άγχος την έκανε να νιώσει ακόμα χειρότερα.Πληκτρολογισε τον αριθμό του δίχως να ξέρει τι να πει.''Που είσαι μωρό μου?''τη ρώτησε και εκείνη μάζεψε τα κομμάτια της και με σταθερή φωνή απάντησε ''Συγνώμη που δε το σήκωσα πριν, μα δε το άκουσα.Στο δρόμο είμαι και επιστρέφω''απάντησε και εκείνος τη πίστεψε.Μετά απο αρκετή ώρα τυχαία πέρασε ένα ταξί και το σταμάτησε.Στο δρόμο για την επιστροφή μόνο τον Έρικ σκεφτόταν,την αγκαλιά του,να δει το πρόσωπό του ήθελε και έπειτα να κοιμηθεί.Έφτασε έξω απο το σπίτι και προχώρησε μέχρι την είσοδο.Έβγαλε τα κλειδιά και προσπάθησε να ξεκλειδώσει.Το τρέμουλο στα χέρια όμως τη δυσκόλευε και στο άκουσμα της φωνής του τα κλειδιά έπεσαν στο έδαφος.''Μου έλειψες''της είπε και αυτή έπεσε αμέσως πάνω του.Εκείνο το βράδυ κούρνιασε στα χέρια του και αποκοιμήθηκε αμέσως.Ο Έρικ την ένιωσε περίεργη μα δε μίλησε,του ήταν αρκετό που την είχε αγκαλιά.

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin