Και να ήθελες να σκεφτείς τι ένιωσαν δε θα μπορούσες και να προσπαθούσες έστω και λίγο πάλι δε θα τα κατάφερνες γιατί τίποτα σ'αυτό το κόσμο δεν είναι αρκετό για να το περιγράψει.Τίποτα!

Δυο σώματα ακίνητα,δυο πρόσωπα που ίσως να μοιάζουν λίγο,ίσως κάποτε να έμοιαζαν πολύ και οι ματιές φυλακές που θέλουν να σε κλείσουν.Η Νέλη πλησίασε, το φτηνό άρωμά την έπνιξε.Στάθηκε μπροστά της και ακόμα απορούσε πως τα πόδια τη βαστούσαν.Η μάνα της λύγισε για μια στιγμή και εκείνη την κράτησε γερά απο τα μπράτσα.Πόσο ελαφρυά ήταν,μια αγκαλιά άνθρωπος,τόση ήταν.Η μάνα της,η μανούλα της που κάποτε με το χαμόγελο άλλαζε το κόσμο,που έστεκε γερή και δυνατή.Τα χείλη της Νέλης έτρεμαν απο το πόνο και τα μάτια θόλωναν ξανά και ξανά.

Και έπειτα λες και ένα μαγικό ραβδί έβαλε αυτή τη δύναμη,αυτό το φως μέσα στη Νέλη.Την άρπαξε απο το χέρι και βίαια την έσυρε έξω.Τέσσερις άντρες βρέθηκαν μπροστά της και της έκοψαν το δρόμο.Δε φοβόταν όμως και άγρια τους κοίταξε ''Αφήστε να περάσω εγώ και η μάνα μου''είπε.Οι άντρες με δεμένα τα χέρια στο στήθος τη κοιτούσαν,στο άκουσμα της λέξης σάστισαν και έκαναν νόημα στο βάθος του μαγαζιού.Ένας ακόμα έφτασε και ευγενικά της πήρε παρα μέσα.Η Νέλη τη κρατούσε πίσω της,σα τοιχος τη προστάτευε,βράχος στεκόταν και κανείς δε θα περνούσε για να τη πάρει,κανείς.''Άκου κοπέλα μου,δε ξέρω τι σου είναι η Σούζη...''ξεκίνησε να της λέει και η οργή της γινόταν ολοένα και πιο δυνατή ''ΕΡΙΚΑ ΤΗ ΛΕΝΕ!''του φώναξε με μάτια φωτιές και φωνή λεπίδα.''Εντάξη,εντάξη.Ότι πεις''της απάντησε εκείνος ''δε τη κρατάμε εδώ με το ζόρι.Είναι επιλογή της,άλλωστε εδώ θέλουμε μόνο νέα κορίτσια σαν εσένα''της εξήγησε και το στήθος της ανεβοκατέβαινε.Εκείνος ο άντρας ένιωσε αμέσως τα όσα η Νέλη αισθανόταν ''Άρα μπορεί και να φύγει''του δήλωσε κοφτά ''όχι ακριβώς''της απάντησε εκείνος και συνέχισε λέγοντας ''μας χρωστάει λεφτά,πολλά λεφτά απο τις μαλακίες που παίρνει κάθε μέρα.Έτσι,κάνοντας μερικούς να καταναλώνουν παραπάνω ποτά, σιγά σιγά μας ξεπληρώνει.Κατάλαβες?''.Και ναι, είχε καταλάβει πολύ καλά αλλά απο εκει μέσα θα την έπαιρνε,θα την έπαιρνε ο κόσμος να χαλάσει.''Ωραία.Απόψε σχόλασε.Εμείς θα τα πούμε απο αύριο.Κατάλαβες?''του πέταξε η Νέλη και εκείνη η δύναμη βγήκε στο τόνο της φωνής της.Γύρισε τη πλάτη της και κανείς δε τη σταματούσε πια.Βγήκαν έξω και η μάνα της έμενε αμίλητη,άβουλη,ανίκανη ακόμα και να περπατήσει σωστά.Η Νέλη σταμάτησε ένα ταξί και την έβαλε μέσα.Ζήτησε να τις πάει στο τελευταίο και πιο απομακρυσμένο ξενοδοχείο της πόλης.Ο οδηγός κατά διαστήματα κοιτούσε απο το μεσαίο καθρέφτη ''Συμβαίνει κάτι?''ρώτησε η Νέλη και εκείνος δε το έκανε ποτέ ξανά.Πράγματι σε μισή ώρα είχαν φτάσει και αφού πλήρωσε τον οδηγό ζήτησε απο τη μητέρα της να τη περιμένει.Έκλεισε ένα δωμάτιο και γρήγορα την οδήγησε μέσα.

Την έγδυσε,την έπλυνε σα μωρό και έπειτα τη κάλυψε με ένα μπουρνούζι.Χωρίς εκείνα τα ρούχα και τις μπογιές ήταν όμορφη,όπως η Νέλη τη θυμόταν,έτσι ακριβώς.Γερασμένη μα όμορφη.Της αγόρασε νερό και κάτι να φάει απο τους αυτόματους πωλητές που υπήρχαν έξω.Δε μίλαγαν απλά κοιτάζονταν μέχρι που η μάνα της ξέσπασε σε κλάματα.Η Νέλη πετάχτηκε και κάθησε στο κρεβάτι κλείνοντάς την στην αγκαλιά της,σα μωρό.''Εγώ είμαι εδώ''της ψιθύρησε ''Εγώ μανούλα μου''.

Κάποιος είπε πως αν μια μάνα τα κάνει μαντάρα με το μεγάλωμα του παιδιού της, τότε οτιδήποτε άλλο κάνει χάλια,δεν έχει σημασία.Καμιά απολύτως σημασία!Και άλλος πάλι υποστηρίζει πως ο Θεός δεν μπορεί να είναι πανταχού παρών, για αυτό έπλασε τις μητέρες.Για τη Νέλη πάλι είναι αρκετό που τη βρήκε και σε εκείνο το δωμάτιο ένιωσε σα να μη την έχασε ποτέ!

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ Where stories live. Discover now