Τα ερείπια του Ούλιτζαρ/part2

33 9 59
                                    

Τα βήματά του τον απομάκρυναν από το γραφείο του Γκαλ. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, από τότε που στην επιφάνεια ήρθαν μυστικά, τα οποία μήτε ο ίδιος δεν γνώριζε. Ευτυχώς τώρα, βρισκόταν εντός αυτής της ανατριχιαστικής Σχολής, άρα είχε και το έλεγχο αυτού του τόπου. Έπρεπε να μάθει περισσότερα, καθώς κακά τα ψέματα, όσο και αν ο πατέρας του δεν επιθυμούσε να το παραδεχτεί, δέχονταν διαρκώς επιθέσεις από Μάαθς, από δαίμονες, έκπτωτους Αγγέλους. Με βήμα ταχύ, πήρε την απόφαση να αποσυρθεί στο δωμάτιό του, όπου θα είχε ησυχία, μέχρι που σκόνταψε επάνω σε μία εξοργισμένη Χάττη.

«Μπορεί να είσαι ο γιος του Τζάρεθ, αλλά μη νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω έναν κατάσκοπο, όταν τον βλέπω»

Ο νεαρός την κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Θα σου έλεγα να προσέχεις τα λόγια σου, καθώς ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσα να σε συλλάβω και μάλιστα δίχως να ζητήσω άδεια, για εξύβριση ενός Κουίλ»

«Τρίχες κατσαρές» του μπήκε εκείνη και ξαφνικά έμοιαζαν με δύο πτηνά, έτοιμα να αλληλοσκοτωθούν.

«Είστε θλιβεροί και θορυβώδεις» ακούστηκε η μονότονη φωνή του Μόρτε.

«Δεν έχεις μία πριγκηπέσσα να σώσεις;» τον αποπήρε η Χάττη.

«Σωστά. Ωστόσο, πριν πάω θα επιθυμούσα να πιώ μία γουλίτσα νερό γιατί στέγνωσε το στόμα μου. Με ανάγκασαν να μιλήσω για είκοσι συνεχόμενα λεπτά, πράγμα μαρτυρικό» τους κοίταξε ξανά και τους δύο «Ας πούμε, καλό βράδυ. Συνεχίστε τον καβγά μακριά από τα δωμάτια» τους επέπληξε και βγήκε στην εσωτερική αυλή, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένα κυκλικό υπόστεγο με αρωματικά, αναρριχητικά φυτά.

Τα συγκεκριμένα, έμοιαζαν με γιασεμί, μονάχα που τα μπουμπούκια τους άνοιγαν κάθε βράδυ, υιοθετώντας και ένα διαφορετικό χρώμα. Ο Τζάι όπως πάντα, κρυβόταν σε εκείνο το σημείο, που του δημιουργούσε ασφάλεια. Φορούσε ένα μπλε σκούρο, κολλητό παντελόνι από χοντρό ύφασμα και ένα λευκό πουκάμισο, το οποίο το είχε βάλει μέσα, για να το συγκρατήσει με μία δερμάτινη, χοντρή ζώνη.

«Ένα ποτό ήθελα να πιώ και αυτό μου βγήκε ξινό» μούγκρισε, ενώ ο Μόρτε κάθισε απέναντί του «Υπάρχουν στιγμές, που προτιμώ να βρίσκομαι στο Ντέντγουολ. Εκεί δεν με παρεξηγεί κανείς, μήτε με θεωρεί υπαίτιο επιθέσεων, μόνο και μόνο γιατί είμαι βρικόλακας. Ο μόνος λόγος που δεν γυρίζω, είναι ο γάμος. Ο πατέρας μου, θέλει να αρραβωνιαστώ μία κοπέλα, μία οικογενειακή μας φίλη, δίνοντάς της το λευκό τριαντάφυλλο»

ΜΟΡΤΕTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon