Η Δανάη δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα που είχαν φτάσει ξημερώματα σχεδόν στο κρητικό έδαφος και ο πατέρας της είχε αντικρίσει πρώτη φορά τον Λούκας. Δίχως ερωτήσεις τον είχε επιβιβάσει στο αυτοκίνητο και μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε λάβει τις όποιες διευκρινήσεις ζητούσε. Καμία σχέση με τον Σωτήρη που είχε συνοδεύσει τον πατέρα της και σε όλη την διαδρομή γρύλιζε και έτριζε τα δόντια του.  Έπειτα με πρωτοβουλία της μητέρας τους τον είχε μεταφέρει στο αγρόκτημα όπου κάποτε ο παππούς της Δανάης διατηρούσε την στάνη. Ένα παλιό ρημαγμένο καλύβι για μια καραβοτσακισμένη ψυχή είχε πει μονάχα και είχε κλειδώσει μέσα τον Λούκας εκείνο το βράδυ. Μια απεξάρτηση μαραθώνιο, ένας ατέρμονος αγώνας ενάντια στους προσωπικούς του δαίμονες. Και ο Μανώλης εκεί. Πότε έξω από την πόρτα για να διαφυλάξει την σωματική του ακεραιότητα και αρκετές φορές μέσα  να κρατάει στην αγκαλιά του μια ψυχή που αιμορραγούσε.

Μια πορεία προς το τερματισμό όπου σταμάτησε να δηλητηριάζει το κορμί του και έμενε να καθαρίσει το μυαλό του. Να γίνει ρήξη ολοκληρωτική με την ουσία. Ο εγκλεισμός του στο κέντρο και η απεξάρτηση. Και μετά ένας Μανώλης που προσπάθησε να καλύψει τα συναισθηματικά κενά που είχαν οδηγήσει τον Λούκας από την αρχή στα σκατά ώστε να του δώσει μία βάση να πατήσει γερά τα πόδια του. Να μην κλυδωνίζεται. Τι καλύτερο από την προσωπική εργασία και το μόχθο έλεγε και κάθε πρωί έπαιρνε από την καλύβα τον Λούκας και τον σεργιάναγε στις οικοδομές, στα μερεμέτια που έβρισκε και τις αγγαρείες και το βράδυ τον γύρναγε πίσω στην καλύβα. Μια διαδικασία που έγινε ρουτίνα, ο Λούκας την αγκάλιασε και με τον πατέρα της να έχει σταματήσει από καιρό τις εργασίες , τώρα με την βοήθεια του Λούκας να έχει ξαναρχίσει δειλά να αναλαμβάνει μικρά μαστορέματα. Όχι για εκείνον. Για τον Λούκας. Να τον κάνει να νοιώσει χρήσιμος, ωφέλιμος και να μπλοκάρει το νου του.

Τα βράδια όμως, που οι δαίμονες του μυαλού ξύπναγαν, και γι αυτό  ο Μανώλης του είχε  βρει λύση και του είχε προμηθεύσει οικοδομικά  υλικά: τσιμέντο, ασβέστη, άμμο, παλάμη, μυστρί. Και οτιδήποτε θα χρειαζόταν για να κάτσει ο Λούκας μες στη μαύρη νύχτα και να μαστορεύει τη στάνη που είχε γίνει το σπίτι του και συγκριτικά με το βαθμό που είχε επιδιορθωθεί, πρέπει να ήταν αρκετές οι νύχτες που ξαγρυπνούσε. Αλλά πάντα εκεί το πρωί λερωμένος, σκονισμένος και άυπνος έμπαινε στο φορτηγάκι του Μανώλη χαρούμενος .

«Δανάη σε πειράζει να μετακινήσω αυτές τις γλάστρες; Φοβάμαι ότι θα σου τις λερώσω με λάσπη».

Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"Where stories live. Discover now