«Σταματα τις υπερβολές, Αντρέι. Απλά άλλο ένα φόρεμα είναι.» είπε, παίρνοντας τον Τζανέτο στην αγκαλιά της.

«Να μπορούσες μια στιγμή να σε δεις μέσα από τα μάτια μου...» της είπε και έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στα χείλη της. «Δώσε στη μαμά το λουλούδι, ψυχούλα μου.» είπε ύστερα στο παιδί, το οποίο και το έκανε.

Ήταν εκείνοι οι τρεις κι άλλος κανείς. Κάποια πρωινά τους επισκεπτόταν ο Διογένης με την σύζυγο του και μερικά απογεύματα άλλοι φίλοι του Αντρέι από την ελληνική κοινότητα. Παράπονο δεν είχε, αλλά δεν έκρυβε στον εαυτό της ότι οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ήταν μονάχα με 'κείνον στο πλάι της. Ένα χάδι, ένα βλέμμα, μια όμορφη λέξη· σε ποιον κόσμο της άξιζε τούτη η ευτυχία, ακόμη δεν ήξερε.

«Ξέρεις σκεφτόμουν,» τη βρήκε μέσα στην κάμαρη τους να συγυρίζει τα ρούχα του. «Ότι μόνο ένα πλάσμα σαν κι εσένα θα μπορούσε να κουβαλά τέτοιαν ομορφιά.» πέρασε τα χέρια του στη μέση της, αγκαλιάζοντας την από πίσω και χαμήλωσε το κεφάλι του στον ώμο της.

«Τι πλάσμα δηλαδή;» τον ρώτησε μέσα από ένα σμιχτό χαμόγελο.

«Ένα πλάσμα που έχει γευτεί το εγκόσμιο και απόκοσμο μαζί. Γιατί για τέτοιαν ομορφιά μιλάμε, μάτια μου.»

Η Θεοφανώ κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά στα λόγια του, υπερβολικά και πανέμορφα.

«Τόσες κολακείες,» του ψιθύρισε. «Λες και δεν είμαι απόλυτα δίκη σου ήδη.»

«*Люблю тебя, бессмертная душа,
Люблю тебя, свободный красный дух.»

«Люблю тебя.» επανέλαβε εκείνη όπως όπως, γνωρίζοντας την φράση που της έλεγε συχνά, από την πρώτη φορά που έγινε δίκη του.

Ένιωσε το χέρι του να λύνει τις κορδέλες του κορσέ της και με ευλαβική προσοχή να κατεβάζει τα μανίκια της. Άνοιξε τα μάτια της αφού είχε βυθιστεί σε 'κείνου την αίσθηση και τον χάζεψε στον καθρέπτη καθώς την ξεγύμνωνε. Χάζεψε τα δικά του μάτια που κοιτούσαν όπου ταξίδευαν τα χέρια του επάνω στο δέρμα της, έντονα και φλογισμένα.

Κοίταξε κι εκείνος τον καθρέπτη ύστερα, καθώς το χέρι του χαίδευε τον μηρό της, πολύ κοντά με εκεί που τον ήθελε. Έριξε το κεφάλι της πίσω με το πρώτο χάδι εκεί κάτω και έβγαλε μιαν ανάσα έξω για να μην φωνάξει.

«Κοίτα, Θεοφανώ μου.» την πρόσταξε και εκείνη αμέσως άνοιξε τα μάτια της. «Μάτια μου απόκοσμα.» της είπε και πράγματι, τα μάτια της είχαν χρώμα σαν φουρτούνα θαλασσί αλλά όχι 'κείνη του Αιγαίου, μήτε 'κείνη της Μαύρης Θάλασσας, μα μιά που δεν είχε δει ξανά.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now