Οι σκέψεις της σταμάτησαν, το μυαλό της ησύχασε. «Αντρέι.» ψιθύρισε μάταια αφού ο άντρας βρισκόταν ένα πάτωμα κάτω της. «Αντρέι!» προσπάθησε ξανά λιγάκι πιο δυνατά μπας και τα κατάφερνε να ακουστεί.

Τα βήματα του δυναμικά και γοργά και εκείνος φουριόζος να εισβάλλει στον όντα. Κοντοστάθηκε και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα με τη γύμνια της. Πήγε να μιλήσει, μα εκείνη του γέλασε χαϊδεύοντας την κοιλιά της.

«Κοιτά τη, φούσκωσε.» του είπε μέσα από ένα ελαφρύ χαχάνισμα.

Το πρόσωπο του φωτίστηκε ολάκερο. Από τα χείλη μέχρι τις ρυτίδες στο μέτωπο. Περπάτησε ζαλισμένος και άπλωσε και τα δυο του χέρια στο μικρό βουναλάκι που είχε δημιουργηθεί μέσα σε ένα μερόνυχτο.

«Ψυχούλα μου.» είπε χαμηλόφωνα και δεν ήταν εκείνη σίγουρη σε ποιον από τους δυο το έλεγε. «Να είσαι γερό και να μην την παιδεύεις.» τότε κατάλαβε.

Η Θεοφανώ έριξε πίσω το κεφάλι της γελώντας και πήρε τα χέρια του στα δικά της χωρίς να του στερήσει την κοιλιά της. Παρέμειναν έτσι για αρκετή ώρα, ώσπου ανατρίχιασε ολόκληρη με ένα ελαφρύ αεράκι που είχε σύρει η νύχτα μέσα από την ανοιχτή πόρτα.

Ο Αντρέι κίνησε να την κλείσει και επέστρεψε να ανάψει γρήγορα το τζάκι. Δεν πήρε πολλή ώρα και όταν γύρισε τη βρήκε ακόμη στο ίδιο σημείο με το χέρι της ακόμα στο μικρό τους.

«Θα πουντιάσεις.» σηκώθηκε και κίνησε να της φέρει την ρόμπα της.

Εγνευσε μονάχα και τον άφησε να της την ρίξει στους ώμους.

Το βλέμμα του, ατίθασο, έπεσε στα στήθη της που κι εκείνα ήταν λιγουλάκι αλλιώτικα και έκανε να αποστρέψει τα μάτια του μα αυτή τον γράπωσε από το σαγόνι, σταματώντας τον. Ύστερα, άφησε την κοιλιά της και βρήκε την παλάμη του, φέρνοντας την αργά στο σημείο που θωρούσε. Ήταν ζεστό το άγγιγμα του και αδύναμο μέχρις εκείνη να το σφίξει.

«Θεοφανώ...» μουρμούρισε.

Τον τράβηξε και οδήγησε ολόκληρο το κεφάλι του στο στέρνο της. Δεν έχασε ευκαιρία εκείνος και άφησε τρία φιλιά ακριβώς στη μέση του ώσπου να βρει το ευαίσθητο σημείο της στα δεξιά. Η γλώσσα του σχημάτισε έναν κύκλο και ύστερα πέρασε το σκληρό σημείο κάνοντας την να αγκομαχήσει και να τον κρατήσει ακόμα πιο σφιχτά στην θέση εκείνη.

«Δεν ξέρω αν κάνει.» της είπε μετά από λίγο.

«Κάνει, άντρα μου. Θα με προσέξεις.» το χέρι της έπεσε στα χαμηλά του για να εξακριβώσει πως κι εκείνος ήθελε. «Σε χρειάζομαι.»

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now