«Σας τον πήρα μακριά ξανά.» χαμογέλασε η Θεοφανώ και τον δέχτηκε κι εκείνη στην αγκαλιά της.

«Καλύτερα Φανούλα μου, μην με ξεσυνερίζεσαι. Απλά λείπετε ωρε.» της απάντησε. «Τι να πω και μ'αυτον τον σιδερά πια. Μου κρεμαστήκατε όλοι και με αφήσατε έτσι μπακούρι.»

Γέλασαν δυνατά και οι τρεις τους ώσπου τους πλησίασε ο Κανέλλος. «Μπα, μπα, κοίτα ποιοι αξιώθηκαν να εμφανιστούν. Θυμηθήκατε ότι έχετε και οικογένεια;» πήγε απευθείας στην Θεοφανώ αγνοώντας τους δυό άντρες, παίρνοντας την στα χέρια του.

Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται λιγουλάκι με τα λόγια του. Ένιωσε να ανήκει, όχι σε 'κείνη την οικογένεια, μα σε ένα μικρό σύνολο που την νοιαζόταν πιότερο από αρκετά.

«Πάω λίγο στο μαγεριό να-»

«Πάμε μαζί,» της πήρε το χέρι μέσα στο δικό του ο Αντρέι. «Θέλω κι εγώ να δω τους άλλους. Είμαι σίγουρος πως ο Μπακού εκεί είναι πάλι.» εξήγησε ύστερα και την ακολούθησε προς τα μέσα.

Τους υποδέχτηκαν ένθερμα με μπόλικες ερωτήσεις και όμορφα σχόλια και για τους δυό. Ο Μπακού κάθησε ώρα με τον Αντρέι και μιλούσανε στην ξενική τους γλώσσα και όταν η Θεοφανώ τους άφησε δυο ποτήρια με το καινούριο κρασί δίπλα τους, εκείνος την τράβηξε και την κάθησε στα πόδια του, δίνοντας της το να το γευτεί πρώτη.

«Καρδιά μου...» τον μάλωσε ψιθυριστά. Μα εκείνος μόνο της χαμογέλασε και την έσφιξε ακόμη πιο πολύ να μην του φύγει.

«Καλά, τι είναι τούτοι; Εγώ δεν το έχω ματαδεί αυτό στα μέρη μας και στον κύκλο του.» σχολίασε σιγανά η Μορφούλα στο Λουκά και την Τσαντούλα που τους χάζευαν.

«Εμ, δεν σας το 'πα πως ο γιος του Τζανέτου δεν είναι σαν τους άλλους;» είπε ο Λουκάς. «Βέβαια, εγώ αγέλαστο και κρύο τον άκουγα, μα δες τώρα.»

«...πρέπει να πάμε σιγά-σιγά.» έλεγε η Θεοφανώ καθώς σηκωνόταν.

«Πάμε, τους είπες για την Κυριακή;» την ρώτησε.

Ήταν μια πρόσκληση που είχαν αποφασίσει μαζί για την άλλην εβδομάδα. Να τους υποδεχτούν στο σπιτικό τους και να φάνε όλοι μαζί. Τη δέχτηκαν με γουρλωτα μάτια, κάπως έκπληκτοι μα ενθουσιασμένοι.

Ο Λουκάς του έδωσε δυό γράμματα που είχαν φτάσει την ίδια ημέρα για εκείνον και ύστερα τους διέκοψε η Πολυξένη για να τους μαζέψει για το γεύμα.

«Είσαι εντάξει;» την ρώτησε εκείνος πρωτού μπουν στην τραπεζαρία.

«Όχι.» του απάντησε ειλικρινά και πέρασε μέσα.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now