Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (110 μέρες πριν)

15 1 67
                                    

110 μέρες πριν…

Φωτογραφίες. Εικόνες. Χρώματα.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο της Ελένης, το πρώτο πράγμα που μπορούσες να παρατηρήσεις εκτός από τις αφίσες- με τα διάφορα αγαπημένα της συγκροτήματα- που υπήρχαν και κάλυπταν σαν ρούχο στους τοίχους, αλλά και τα μουσικά όργανα- το αρμόνιο και την ηλεκτρική κιθάρα, τα οποία την περίμεναν υπομονετικά για την επόμενη φορά που η ίδια θα θελήσει να σκαρφιστεί κάποιο τραγούδι για την μπάντα, με την οποία και συνεργάζεται- ήταν φωτογραφίες. Άπειρες φωτογραφίες υπήρχαν σκορπισμένες σε όλο το δωμάτιο, οι περισσότερες ήταν στοιβαγμένες πάνω στο γραφείο της ενώ λίγες περίμεναν στο χαλί που υπήρχε δίπλα από το διπλό κρεβάτι για να μπουν στην θέση τους. Φωτογραφίες. Τα χρώματα στην κάθε φωτογραφία ήταν διαφορετικά από την προηγούμενη. Άλλες φωτογραφίες είχαν τοπία, άλλες είχαν ανθρώπους- είτε θολές φιγούρες, είτε πρόσωπα που φαίνονται πεντακάθαρα κάτω από τον φακό-, άλλες έδειχναν σώματα- είτε γυμνά, είτε καλυμμένα από κάθε ειδών δέρματα και υφάσματα- και άλλες έδειχναν μέρη σωμάτων. Έμεινα να στέκομαι πάνω σε μία συγκεκριμένη, παίρνοντας την στα χέρια μου.

Εκείνη είναι ασπρόμαυρη και δείχνει δύο χέρια να απομακρύνονται μεταξύ τους, ενώ από πίσω- στο θολό τοπίο- φαίνονται τα φώτα από τα μικρά φαναράκια. Ήταν τόσο λαμπερά, σχηματίζοντας μικρές κουκίδες που φαντάζουν σαν αστέρια στον ουρανό. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας- το μέρος που δεν το σκεπάζουν τα χέρια- υπάρχει η αντανάκλαση τους, από το νερό μιας λίμνης. Λίμνη. Τα μάτια μου έκλεισαν με την ανάμνηση των γέλιων μας.

«Πιαστείτε», είχε μουρμουρήσει η καλύτερη μου φίλη και η ματιά του Πέτρου, στάθηκε πάνω μου. «Εμείς;» είχα μουρμουρήσει και εκείνη είχε πιάσει το χέρι μου, τοποθετώντας το πάνω στο δικό του.

«Πέτρο, γίνε πιο γλυκός στο άγγιγμα σου», εκείνος άρχισε να χαϊδεύει την παλάμη μου, ενώ η Ελένη έπιασε στα χέρια της την φωτογραφική μηχανή, αρχίζοντας να βγάζει φωτογραφίες.

Θυμάμαι ξεκάθαρα την ματιά του. Ήταν σαν να μου μιλούσε. Σαν να μου ψιθύριζε λέξεις που το στόμα δεν θα καταφέρει ποτέ να αρθρώσει, ούτε τις μισές από αυτές που μόνο τα μάτια μπορούν να πουν. Παλμοί. Κοιτάζοντας τα μελί του μάτια, οι παλμοί μου άρχισαν να ακούγονται στα αυτιά μου. Ένιωθα πως και εκείνος μπορεί να τους ακούσει, τόσο σφιχτά που με κρατούσε. Εκείνος παρ’ όλα αυτά, δεν είπε τίποτα. Όχι επειδή δεν έχει τι να πει- που σίγουρα κάτι θα έβρισκε να πει, αν έβλεπε πόσο πολύ με επηρεάζει- αλλά γιατί σχεδόν δίπλα μας ήταν η αδερφή του, η οποία δεν έχει ιδέα για την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα