4

200 11 0
                                    

Με το που έμπαινες ένα δώμα μεγάλο, ευρύχωρο με τζάκι και ένα μεγάλο παραθύρι. Ένα τραπέζι μοναχο του στη γωνιά και ένα πέρασμα με αλλά τρία χωμένα δωμάτια. Ξύλινες βαριές πόρτες τα χώριζαν και τα έκαναν να φαίνονται μεγαλόπρεπη, λες και βρίσκονταν σε άλλον έναν Πύργο.

«Λοιπόν; Είναι ακόμα λίγο αχούρι.» Παρατήρησε ο Αντρεί.

«Ε, όχι και αχούρι!» Εναντιώθηκε μέσα από ένα πλατύ χαμόγελο. «Παλάτι είναι.»

«Δεν είναι καν σπίτι ακόμη, Θεοφανώ.» Έκλεισε την πόρτα ενός δωματίου και πέρασε ξανά στην σάλα μαζί της.

«Είναι καλύτερο από την κάθε μου σκέψη, Αντρέι. Μα πως το βρήκες;»

«Στον Κανέλλο ανήκει. Μη νοιάζεσαι.» Της απάντησε, βγάζοντας το παλτό του, μόνο για να το ρίξει στους ώμους της.

Η Θεοφανώ το έσφιξε ανάμεσα στα δάχτυλα της και η μάτια της έπεσε ξανά έξω από το παραθύρι. Η θάλασσα ήταν σκούρα και αγριεμένη. Μπας και ήταν για τα ψέμματα που είχαν υποσχεθεί; Μπας και ο Θεός ήξερε πως όλα ήταν αναληθή;

«Όλα αυτα που κανείς για 'μένα Αντρέι. Πως θα στα ξεπληρώσω; Πως;» Τον ρώτησε ψιθυριστά.

«Με το να είσαι καλά, Θεοφανώ. Δεν χρειαζομαι κάτι άλλο.» Αποκρίθηκε.


Ήταν πια η προτελευταία μέρα που θα υπηρετούσε τους Λασκαραίους, η τελευταία ίσως που θα έφερνε το τίλιο τους. Χαμήλωσε την πλάτη της και άφησε τον διάκο σιμά στο τζάκι για να κρατηθεί αρκετά ζεστο.

«Τι είναι τούτο;» Η Μεταξία της άρπαξε το χέρι και το χαζεψε επίμονα.

Πλέον το κοσμούσε ένα χρυσοποίκιλτο δαχτυλίδι που είχε δεξιοτεχνίσει ο Φρίξος με ένα σμαραγδί ακριβώς στη μεση. Ήταν όμορφο, ζηλευτό, κάτι που ούτε είχε μπορέσει ποτέ να ονειρευτεί η ίδια και όταν της το είχε δώσει ως δώρο αρραβώνα, τον είχε επιπλήξει ενώ το καρδιοχτύπι της έφτανε στα αυτιά της.

«Δαχτυλίδι αρραβώνα.» Της απάντησε και τράβηξε το χέρι της όσο απαλά μπορούσε.

Η Μεταξία γυρισε τα μάτια της και ξεφύσησε.

«Δεν μπόρεσες να πάρεις κάτι από τον δικό μου άντρα και πηγές στον επόμενο.» Της είπε.

«Μεταξία!» Η Δαμιανή ανέβασε την φωνή της.

«Ορίστε μάνα;» Η κοπέλα χαμογέλασε καυστικά και έπεσε πίσω στην καρέκλα.

«Πήγαινε Θεοφανώ και τέρμα οι δουλειές. Ξεκουράσου σήμερα.» Της είπε η Δαμιανή. «Πολυξένη, απάλλαξε τη Θεοφανώ από τις δουλειές της, σε παρακαλώ.» Της είπε.

Υπάρχουν καλοί άνθρωποι Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα