3

192 8 0
                                    

Ήταν η πρώτη φορά που στο μαγεριό ήταν όλα σιωπηρά. Συνήθως η Τσαντούλα τραγουδούσε ή ο Λουκάς μιλούσε ασταμάτητα για κάτι που είχε μάθει, μα τώρα όλοι την κοιτούσαν αμίλητοι, έκπληκτοι.

Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν κάθε μέρα που μια σαν και του λόγου της θα στεφανωνόταν έναν άρχοντα.

«Τι-τον κύριο Σιντόροφ;» Ρώτησε ξανά η Μορφούλα να σιγουρευτεί.

«Ε, ναι βρε Μορφούλα, τι σου λέει τόσην ώρα;» Βοήθησε ο Φρίξος μασουλώντας μια ελιά από το πιάτο της Θεοφανούς.

«Μα πως-»

Πριν προλάβει να κάνει ξανά την ίδια ερώτηση ο Λουκάς, εμφανίστηκαν οι τρεις άντρες, με τον Μπακού να πηγαίνει στο μέρος της και να ανοίγει τα χέρια του προς αυτήν. Η Θεοφανώ δέχτηκε αμέσως την αγκαλιά του και έσφιξε δυνατά, αποζητώντας κάτι να νιώσει.

«Έλα αστηνα και σε 'μένα ωρε Μπακού» είπε ο Κοσμάς από πίσω, τραβώντας τον παιχνιδιάρικα να την αφήσει. «Τι ήταν ετούτο που μας ξεφούρνισε αυτός εδώ Φανώ;» Την ρώτησε με ένα μισό χαμόγελο, παίρνοντας την και αυτός με την σειρά του στην αγκάλη του.

«Δεν το είπα για να γίνει μεγάλο θέμα.» Μουρμούρισε από πίσω τους ο Αντρέι.

«Άκου τι λέει,» ξεφωνησε ο Λουκάς. «Το κορίτσι μας δίνουμε, κυρ Αντρεί!»

«Οπότε συμφωνείτε;»

«Εμείς τι λόγο έχουμε;» Αναρωτήθηκε φωναχτά η Τσαντούλα, σκουπίζοντας ξανά τις άκρες των ματιών της.

«Ε πως, εσάς λογιζει οικογένεια η Θεοφανώ.»

«Κύριε Σιντόροφ,» η Τσαντούλα περπάτησε προς το μέρος του, σχεδόν ευλαβικά και του έπιασε το χέρι. Ύστερα το ανέβασε στο μέτωπο της λες και προσευχόταν στον ίδιο τον Κύριο. «Όλοι είχαμε δει πως κοιταζόσασταν, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να πιστέψω πως η Θεοφανώ μας θα βρεθεί με τέτοια τύχη.»

Ο Αντρέι βλεφάρισε, σκεπτόμενος τα λόγια που μόλις είχε αραδιάσει η Τσαντούλα μπροστά του. Ήταν λες και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποια τύχη μιλούσαν. Για ποιον λόγο θεωρούνταν τύχη αυτός· εκείνος που είχε αφήσει τη γυναίκα του τότε...

«Εγώ τρέχω για 'κείνο που μου είπες.» Ο Κοσμάς διέκοψε τις αγαρμπες σκέψεις του.


«Αυτό είναι;» Ξεσκαρφάλωσε από το άλογο ο Αντρέι.

Έκαναν το ίδιο και οι σύντροφοι του με τον Μπακού να του παίρνει το χαλινάρι από το χέρι.

Υπάρχουν καλοί άνθρωποι Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα