1

214 7 0
                                    

Το κερί στον όντα της είχε αρχίσει να χάνει την φουγα του και σε λίγο θα επικρατούσε πυκνό και άγριο σκοτάδι. Το φεγγάρι ποτέ δεν φαινόταν από το παραθύρι της και απ'αλλού δεν εμπαινε κανένα φως ετουτη τη νυχτιά.

«Παναγιά μου, βοηθα με.» Ψιθύρισε στα εγκόσμια. «Δείξε μου τον σωστό δρόμο.»

Πριν προλάβει να παρακαλέσει κι άλλο, ένας χτύπος την τάραξε, την έκανε να αναπήδησει και να φοβηθεί ακόμη περισσότερο εκείνη τη νύχτα.

Είχε πληγώσει έναν καλό άνθρωπο με τα λόγια της ενώ έπρεπε να σωπάσει. Είχε κρύψει την αλήθεια από τον Μάρκο για το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της ξανά και ξανά όταν την ρωτούσε γιατί τον απέφευγε από εκείνη τη νύχτα στη Αρεόπολη και ποτέ ξανά δεν τον άφησε να την εβρει μοναχή. Είχε πάει να σκοτώσει εκείνο το πλάσμα μέσα της με μαγγανείες και μαγιολικια. Μα πάνω απ'όλα, είχε αφήσει το μυαλό της να την αφήσει να πλαγιάσει με εκείνον που τόσο λαχταρούσε από μικρή, ενώ γνώριζε πως εκείνος είχε δώσει έναν όρκο στον Θεό και στην κυρά του. Τούτο το λάθος, τούτο το λάθος την είχε καταστρέψει.

Ο Φρίξος είχε προσφερθεί να πάρει ολάκερη την ευθύνη και να την στεφανωθεί, να γίνει πατέρας εκείνου του παιδιού μα πως μπορούσε να τον καταδικάσει έτσι; Δεν θα μπορούσε. Ήξερε πως ήθελε τη Μορφούλα τόσο και ήξερε πως και αυτήν τονε θέλει άλλο τόσο.

Η ιδέα του να χαθεί στη Μάνη ήταν η ύστατη λύση και η μοναδική. Έπρεπε να γίνει απόψε.
Σηκώθηκε αποφασιστικά και πήγε στο μπαούλο της. Ένας χτύπος την τάραξε· αναπήδησε και στράφηκε προς την πόρτα. Έκλεισε τα μάτια και ξαναπαρακαλεσε. Μην ήταν ο Μάρκος.

«Θεοφανώ;» Άκουσε γνώριμη φωνή.

Περπάτησε γοργά προς την πόρτα και τράβηξε ώσπου να φανερωθεί ο Αντρέι πίσω της, κρατώντας έναν φανό.

«Έκλαιγες;» Ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησε.

Η Θεοφανώ χαμήλωσε το βλέμμα της και έκανε ένα βήμα πίσω έτσι ώστε να τον αφήσει να περάσει.

«Μερικές φορές οι βραδιές είναι δύσκολες, Αντρέι.» Του αποκρίθηκε και γυρισε να τον βρει στη μέση του όντα της.

«Πολλές φορές.» Απάντησε εκείνος. «Ήθελα να σου μιλήσω-»

«Συγχώρεσε με.» Τον διέκοψε και πλησίασε όσο όσο να μπορεί να δει τα μάτια του. «Δεν έπρεπε να ξεστομίσω όλα αυτά τα πράματα. Λόγιζε με ως μια λολή, μιά μάγισσα καλύτερα-»

Υπάρχουν καλοί άνθρωποι Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα