Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (250 μέρες πριν)

17 2 21
                                    

250 μέρες πριν…

Σκοτάδι. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και τοποθέτησα την κουβέρτα καλύτερα, πάνω μου. Το τελευταίο διάστημα, το μόνο που κάνω είναι να κοιμάμαι, να ξυπνάω, να τρώω και να κοιμάμαι ξανά. Μετά την είδηση για την δολοφονία της μητέρας μου, τόσο η καλύτερη μου φίλη, όσο και ο Λεωνίδας, σεβάστηκαν την απόφαση μου να πάρω λίγο χρόνο για εμένα, μέχρι να νιώσω καλύτερα. Και όταν κατάλαβαν πως εκείνη η μέρα, αργεί να έρθει, άρχισαν να κάνουν τα πάντα για να με συνεφέρουν. Και όταν λέω, τα πάντα, εννοώ στην κυριολεξία, τα πάντα.

«Ως πότε θα κάθεσαι ξαπλωμένη, χωρίς να κάνεις το οτιδήποτε;» ρώτησε η Ελένη που καθόταν δίπλα μου στο κρεβάτι και της γύρισα την πλάτη μου. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκα κλείνοντας τα μάτια μου και προσπαθώντας να ηρεμήσω τις σκέψεις που έτρεχαν σαν καταρράκτης στο μυαλό μου και μου προκαλούσαν πονοκέφαλο.

«Ξέρεις, εγώ έχασα την μητέρα μου όταν ακόμα πήγαινα στο γυμνάσιο και καταλαβαίνω τον πόνο που νιώθεις», άρχισε να λέει ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, πλάι μου. «Μην το κάνεις όμως αυτό στον εαυτό σου, σε παρακαλώ πολύ», ένιωσα να με χαϊδεύει στην πλάτη.

«Μπορεί να μην έχω δικά μου παιδιά και να είμαι πολύ μικρή για να γίνω μητέρα μα πάντοτε σε έβλεπα σαν μικρή μου αδερφή και αισθανόμουν πως έπρεπε να σε φροντίσω και να σε προστατεύσω από όλους αυτούς που σε πλήγωσαν και ακόμα το νιώθω βαθιά μέσα μου, γιατί σε θεωρώ οικογένεια μου». Ανάσες.

«Ο πατέρας μου αύριο, μεθαύριο, μπορεί να πεθάνει, αν πάθεις και συ τίποτα, τι θα απογίνω εγώ, μου λες;» η φωνή της έσπασε στο τέλος και προσπάθησα να μουρμουρήσω κάποιο τραγούδι για να μην με πιάσουν και μένα τα κλάματα.

«Είσαι αδερφή μου και θα είσαι για πάντα και δεν θέλω να σε χάσω», άρχισε να κλαίει και κάτι μέσα μου έσπασε. Το μισώ να κάνω τους άλλους να κλαίνε.
«Μην φύγεις ποτέ, εντάξει; Στεναχωριέμαι πολύ που σε βλέπω έτσι και δεν ξέρω τι να πω ή τι μπορώ να κάνω εγώ η ίδια για να σε βοηθήσω. Θέλω να σε βλέπω χαρούμενη και νιώθω πως φταίω εγώ που δεν μπορώ να σε βοηθήσω». Με αγκάλιασε, χαϊδεύοντας τα χέρια μου.

«Δεν θα φύγω», ψιθύρισα, «Εδώ θα είμαι».

[…]

Φωνές. Σκιές. Άπειρο.
Μετά την ερώτηση που έκαναστον Πέτρο, με θυμάμαι να καταρρέω στα χέρια του και να συνέρχομαι μετά από λίγες ώρες, ξαπλωμένη στον καναπέ και εκείνον να κάθεται απέναντι μου, με κλειστά μάτια.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα