Στην Ήπειρο (β΄μέρος)

Start from the beginning
                                    

«Τι γράφει εδώ; Περδίκκας Ορόντου... Αυτός δεν είναι ο ένας ξένος από τη Μακεδονία που ήρθε να μας φέρει νέα από τον Αλέξανδρο; Και τι λόγο είχε να σου αφήσει τη σφραγίδα του;»

«Αλέξανδρε...»

«Σε γαμούσε, μωρή ξεδιάντροπη; Τον είχες εραστή πριν από μένα στο πατρικό σου; Λέγε! Για αυτό ήρθε εδώ, για να μου φορέσετε κέρατα;! Πόρνη, μοιχαλίδα!» γρύλισε τώρα σαν αγριεμένο λιοντάρι ο Μολοσσός, τραντάζοντας την ανιψιά και γυναίκα του σύγκορμη από τους ώμους, αφού πρώτα τη χαστούκισε, έχοντας πετάξει χαμαί το δαχτυλίδι του Περδίκκα, και πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, την άρπαξε και την έσυρε βίαια στην κλίνη τους για να πράξει το ίδιο, να της δείξει σε ποιον ανήκε, ενώ εκείνη έκλαιγε...

«Το είδα το έντερο της κότας πάνω στο κρεβάτι μετά την πρώτη νύχτα μας» της είπε, αφού άδειασε τον θιγμένο του ανδρισμό στα απρόθυμα σωθικά της, γραπώνοντάς της με δύναμη το σαγόνι. «Τι νόμιζες, θα με ξεγελούσες με τέτοια φθηνά κόλπα; Για να μη χαλάσει η συμμαχία με τον Φίλιππο δε σε εξέθεσα, αλλιώς θα το μάθαιναν όλοι πως δεν ήσουνα παρθένα, κι η Ολυμπιάδα που λόγιαζε πως σε πάντρευε άθικτη...»

«Σε σιχαίνομαι» άρθρωσε η Κλεοπάτρα, μέσα απ' τους λυγμούς της. «Ποτέ δε θέλησα να γίνω γυναίκα σου, κανείς δε με ρώτησε για αυτό, ούτε ποιον ήθελα, κάλλιο να πέθαινα ανύπαντρη...»

«Σκάσε! Βούλωσ' το, πώς το λένε;» την έβρισε ο Μολοσσός, σφίγγοντας τη λαβή του. «Εγώ είμαι ο άντρας σου τώρα, Κλεοπάτρα, το κατάλαβες; Θα με τιμάς και θα εκπληρώνεις τα καθήκοντά σου όπως πρέπει, αν δε θες να μάθει τίποτα η Τρωάδα, και αυτός ο καταραμένος ο Περδίκκας ο γιος του Ορόντη δε θα ξαναπατήσει το πόδι του στην Ήπειρο και το παλάτι μας, αλλιώς θα σας σκοτώσω και τους δυο! Το κατάλαβες;» κατέληξε, η Κλεοπάτρα έγνεψε αδύναμα, και μόλις εδέησε να την ελευθερώσει από το άσπλαχνό του κράτημα και βγήκε από την κάμαρη, ξέσπασε σε κλάματα βουβά πάνω στο προσκεφάλι της...

«Αλέξανδρε» κάλεσε σοβαρή η Τρωάδα τον μικρό αδελφό της ύστερα. «Στάσου, θέλω να σου μιλήσω...»

«Τι θες, Τρωάδα; Πες μου γρήγορα, γιατί βιάζομαι...»

«Χτυπάς την Κλεοπάτρα; Λέγε, εδώ!»

«Πώς σου ήρθε αυτό;»

«Πώς μου ήρθε; Άκουσα χθες φασαρία από την κάμαρή σας, ανησύχησα, και μόλις πήγα να δω τι γίνεται, τη βρήκα να κλαίει, κι η δεξιά της παρειά ήταν κατακόκκινη και σημαδεμένη από δαχτυλιές... Τη χτύπησες; Λέγε, γιατί, μα τους θεούς...»

«Της άξιζε... Μόνο έτσι συμμορφώνονται οι γυναίκες...»

«Άκου να δεις, αδελφέ... Μπορεί για σένα η Κλεοπάτρα να έγινε πλέον σύζυγος, όμως για μένα παραμένει ανιψιά μου, κόρη της αδελφής μας, και την έχω ίδια με θυγατέρα απ' όταν μπήκε νύφη μες στο σπίτι μας! Αν την ξαναχτυπήσεις, λοιπόν, αν της φερθείς άσχημα, θα έχεις να κάνεις μαζί μου... Τ' ακούς; Έλεγες πως μισείς τον Αρρύβα, που μου φερόταν βάναυσα, αλλά τελικά φοβάμαι πως πας να γίνεις σαν κι εκείνον...»

«Με απειλείς κιόλας, Τρωάδα; Για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί δεν το 'χω σε τίποτα να σε θεωρήσω συνυπεύθυνη στην ατιμία που διέπραξε η ανιψούλα σου...»

«Ατιμία; Ποια ατιμία, Αλέξανδρε, τι λες; Η Κλεοπάτρα έχει ανατροφή, ποτέ δε θα...»

«Μην είσαι τόσο σίγουρη, αδελφή... Φαίνεται, δεν την ανέθρεψαν τόσο σωστά μήτε ο Φίλιππος, μήτε η Ολυμπιάδα» σχολίασε ειρωνικά ο Αλέξανδρος. «Αλλά, έννοια σου, εδώ είμαι εγώ για να τη δαμάσω και να της βάλω γερά το χαλινάρι» πρόσθεσε και απομακρύνθηκε, αφήνοντας την Τρωάδα σαστισμένη...

Διάβηκε ωστόσο ο καιρός, δίχως η πρώην βασίλισσα της Ηπείρου να αναρωτηθεί ξανά για την ατιμία που υπονοούσε ο αδελφός της ότι είχε διαπράξει η ανιψιά της, άλλωστε τώρα πλέον είχε έναν παραπάνω λόγο να μη θέλει να την ταράξει, μιας και στην καρδιά του χειμώνα είχε αντιληφθεί την πρώτη εγκυμοσύνη της, μα το ίδιο το γεγονός την είχε ήδη αναστατώσει κρυφά την Κλεοπάτρα, αφού υποψιάστηκε ότι η πατρότητα του εμβρύου της μπορεί να ανήκε στον Περδίκκα και όχι στον Μολοσσό...

«Μακάρι να είσαι σπόρος του, μωράκι μου» τόλμησε να του ψιθυρίσει κάποια στιγμή με άκρα μυστικότητα, σε ώρα που δε θα την άκουγε κανείς, χαϊδεύοντας την κοιλιά της που μόλις είχε αρχίσει να διογκώνεται... «Αν είσαι δικό του τέκνο, θα σ' έχω συλλάβει με έρωτα, μ' αγάπη, ενώ αν είσαι του θείου μου... Όχι, όμως, όχι, καλύτερα το δεύτερο, αν ο πατέρας σου είναι εκείνος, μπορεί να το καταλάβει, να έχεις γνωρίσματα δικά του» αναίρεσε αυθωρεί τις σκέψεις της, σαν τρομαγμένη, και στέναξε βαριά...

Ήτανε πια καλοκαίρι του 335 και βρισκότανε στον μήνα της, δίπλα της παρέστεκε συνέχεια η θεία της, να 'ναι έτοιμη, ενώ ο θείος της αδημονούσε για την έλευση του γιου του... Νύχτα ζεστή ήταν και απόψε, κοντά στο γλυκοχάραμα, και το δύσκολο λαγοΰπνι της ετοιμόγεννης δεκαεννιάχρονης κοπέλας το βασάνιζε όνειρο κακό, εφιάλτης: έβλεπε λέει τον καλό της, μέσα σε σύννεφο καπνού και σκόνης, να σκαρφαλώνει σε ένα τείχος, σαν σε πολιορκία πόλης, βέλη πολλά να τον χτυπάνε και να πέφτει καταγής, μες στα αίματα, κι εκείνη να θέλει να τον κράξει, να ουρλιάξει, μα να μη βγαίνει η λαλιά της, και ξύπνησε τότε κάθιδρη, με την καρδιά της να βαράει τόσο πολύ, που νόμιζε πως θα σπάσει σε χίλια δυο κομμάτια...

«Θεοί... Τι ήταν αυτό το όνειρο; Κάτι κακό έπαθε ο Περδίκκας» αναρωτήθηκε, νιώθοντας σύγκαιρα μια υγρασία ανάμεσα στα πόδια της, σαν να της είχαν χύσει νερό, κι έπειτα έσκουξε απ' τον πόνο:

«ΘΕΙΑ ΤΡΩΑΔΑΑΑ!...»



Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now