Στην Ήπειρο (α΄ μέρος)

Start from the beginning
                                    

«Πώς τολμάς να με προσβάλλεις έτσι τέτοιαν ώρα, Λαρισαία; Βγάλε τον σκασμό, αλλιώς θα διατάξω τους φρουρούς να σε βάλουν στη θέση σου!» αντέδρασε η Ολυμπιάδα, συνεχίζοντας να υποκρίνεται άριστα, και βλέποντας τη Φίλιννα να σωπαίνει και να σκύβει το κεφάλι, ένευσε στους σωματοφύλακες που την είχαν πιάσει να την αφήσουν, ενώ οι σάλπιγγες σήμαιναν και οι αρμόδιοι τοποθετούσαν ήδη τη σορό του Φιλίππου πάνω στον σωρό με τα κούτσουρα και τα άναβαν...

«Δε μπορώ να βλέπω... Δε μπορώ» ψέλλισε η Θεσσαλονίκη, όσο οι πρώτες φλόγες έγλειφαν το σαβανωμένο σώμα, απέστρεψε το προσωπάκι της καλύπτοντάς το με τις χούφτες και ζάρωσε στις αγκαλιές της Κλεοπάτρας και της Κυνάνης, με τους ώμους της να τραντάζονται από το κλάμα, κι εκείνες τη βάσταξαν απάνω της και τη χάιδεψαν παρηγορητικά, αφήνοντας τα δάκρυά τους να χυθούν, μα τινάχτηκαν σε λίγο απότομα, καθώς είδαν να προβάλει η ωραία «βάρβαρη» σύζυγος του κύρη τους, η Μήδα, φορώντας χρυσό διάδημα από μυρτιά στο κεφάλι της και περπατώντας αργά, τελετουργικά προς την πυρά, που είχε αρχίσει να παίρνει το ίδιο χρώμα με τα φλογάτα κόκκινα μαλλιά της...

«Είναι έθιμο του λαού μου, των Οδρυσών, η γυναίκα ενός άνδρα που πεθαίνει να αυτοκτονεί... Και εγώ, η Μήδα, που με τίμησε ο βασιλέας σας Φίλιππος με το να με παντρευτεί, θα πέσω τώρα να καώ μαζί του» ανήγγειλε, και μπρος στα μάτια των έκπληκτων Μακεδόνων και Μακεδονισσών προχώρησε και ρίχτηκε στη φωτιά που λαμπάδιαζε, κάνοντας άλλους να ξεφωνίσουν από φρίκη και άλλους να μείνουν άλαλοι, με δέος• κι όταν πια κάηκε το σώμα του Φιλίππου κι έγινε στάχτη, συνέλεξαν τα κόκαλά του, τα έπλυναν με κρασί, τα βάλανε σε χρυσή λάρνακα με τον δεκαεξάκτινο ήλιο σκαλισμένο στο καπάκι της και τα ενταφίασαν στον μεγαλόπρεπο τύμβο που είχε ορύξει για τον εαυτό του, ίδιο με παλατάκι, πλάι στη μάνα του την Ευρυδίκη, μαζί και τα κόκαλα της βάρβαρης της Μήδας με το ευγενικό το φρόνημα, ενώ η Ολυμπιάδα έχτισε μνήμα για τον Παυσανία και αφιέρωσε τη φονική μαχαίρα στον Απόλλωνα, και ο Αλέξανδρος, πιστός στον ρόλο του καλού γιου και εκδικητή, με το που ανέβηκε στον θρόνο με την υποστήριξη του Αντιπάτρου και του Παρμενίωνος, ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις...

«Ηρομένη, Αρραβαίε... Έτσι ξεπληρώνετε την εύνοια του πατέρα μου προς τον δικό σας, τον Αέροπο, με το να το εξυφάνετε συνωμοσία για να τον σκοτώσετε;» επέπληξε τους αδελφούς του Αλέξανδρου του Λυγκηστή, μόλις τους συνέλαβαν με διαταγή του και τους έφεραν μπροστά του. «Δε θα γλυτώσετε λοιπόν κι εσείς τη μοίρα του θανάτου, αυτήν που έλαβε ο φονέας Παυσανίας, μόνο ο αδελφός σας ο συνονόματός μου θα γλυτώσει που με επευφήμησε ως βασιλέα... Πάρτε τους!» πρόσθεσε, και μες στην ίδια μέρα οι δύο αδελφοί κατέβαιναν στον Άδη, ενώ κατόπιν σειρά είχε ο πρωτεξάδελφός του ο Αμύντας...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now