Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (365 μέρες πριν)

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

«Φύγε», ψιθύρισα και εκείνος έμεινε να με κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Έπειτα το πρόσωπο του θόλωσε και δεν μπορούσα να αναγνωρίσω το χρώμα των ματιών του- να ήταν καστανό ή μήπως πράσινο;- αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χάνονταν, ήταν μία θολή και σκοτεινή, φιγούρα. Μαύρο. Απέραντο μαύρο, απλώθηκε και στην συνέχεια άρχισα να νιώθω πως όλο το δωμάτιο γυρνούσε, προκαλώντας μου αναγούλα.
Εκείνος φάνηκε πως απομακρύνθηκε για λίγο από πάνω μου, κάνοντας με να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Άλλωστε μου αξίζει αυτό το τέλος. Άλλωστε δεν θα πονάω άλλο. Δεν θα κλαίω και δεν θα ουρλιάζω καθώς τα χέρια τους θα αγγίζουν το κορμί μου με τον πιο βίαιο τρόπο. Σε λίγο τα μάτια μου θα κλείσουν και δεν θα πονάω άλλο. Θα έχει περάσει. Όλα θα έχουν περάσει. Όλα θα είναι καλά. Μα, σίγουρα θα έχουν περάσει όλα, σε λίγο; Ή ο πόνος θα μετατραπεί σε κάτι μεγαλύτερο; Τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Όλα τελείωσαν.

Το κλάμα του κάλυψε το δωμάτιο και ξαφνικά κάτι μέσα μου έσπασε σε εκατομμύρια κομματάκια. Ήχοι. Απέραντοι ήχοι. Ήχοι από βήματα, ήχοι από τακούνια, ήχοι από το μυαλό μου, ο ήχος του αέρα που χτυπούσε το μικρό παράθυρο, έκανε την καρδιά μου να θέλει να βγει από το σώμα μου.
«Σε αγαπάω!», ψέλλισε δίπλα μου και έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να κλάψει, μα η ζαλάδα, σε συνδυασμό με τον πονοκέφαλο, με έκαναν απλά να κλείσω για λίγο τα μάτια μου. Συγγνώμη. Συγγνώμη, Αχιλλέα.
Πλέον έκλαιγε με λυγμούς. «Σταμάτα», ήθελα να του φωνάξω, μα οι λέξεις δεν μπορούσαν να βγουν από το στόμα μου. Σταμάτα. Σε αγαπάω, μην μου το κάνεις αυτό.

Ο ήχος του νερού, ακουγόταν σαν νανούρισμα στ’ αυτιά μου, ενώ τα μάτια μου ανοιγόκλειναν βαριά, χωρίς να μπορούν άλλο να μείνουν ανοικτά.
«Φοβάμαι», τον άκουσα να μουρμουράει, μα ένιωθα ανήμπορη να προφέρω την παραμικρή λέξη. Εκείνος έκανε να με αγγίξει, μα σύρθηκα μακριά του με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Μην μ’ αγγίζεις, με μισώ ήδη.

Μαύρο. Σκοτάδι. Η όραση μου άρχισε να εξασθενεί, όπως και η μιλιά μου, ενώ η καρδιά μου, άρχισε να μην ακούγετε στ’ αυτιά μου, δίνοντας τώρα θέση σε ένα παράξενο βουητό. Θέλω να σταματήσει.
«Δεν θέλω να φύγεις. Θέλω να μείνεις εδώ, μαζί μου, γιατί σε αγαπάω», η φωνή του αδύναμη, μου προκαλούσε πληγές και περισσότερο πονοκέφαλο. «Σε παρακαλώ, Εμίλια». Η ανάσα μου άρχισε να κόβεται και παραδόθηκα σε εκείνη την δύνη. Όλα τελείωσαν.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα