Η έβδομη σύζυγος (δ΄ μέρος)

Начните с самого начала
                                    

... Δίπλα στη δεξαμενή μένανε ακόμα ο Περδίκκας με την Κλεοπάτρα, δεμένα τα κορμιά τους σε περίπτυξη πυρωμένη, τα χείλη μουδιασμένα απ' τα φιλιά, δίχως να μπορούν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον, και ανύποπτοι για ο τι τους έπλεκε η μοίρα τους... «Προχωράει η νύχτα, Κλεοπάτρα μου... Πήγαινε να γείρεις στην κλίνη σου, να κοιμηθείς, θα ανησυχήσει και η θεία μου με την απουσία σου» την ορμήνεψε το παλικάρι, μα η κοπέλα κόλλησε πιο πολύ επάνω του...

«Λίγο ακόμα, Περδίκκα μου, σε παρακαλώ... Κράτα με στα χέρια σου λίγο ακόμα, φίλησέ με άλλη μια φορά, κι ύστερα φεύγω» του γύρεψε, με το στόμα της πάνω στο στόμα του, μα δεν πρόλαβαν να συντηρήσουν άλλο τη φλόγα της αγάπης, γιατί ο διακαμός ενός άνδρα που στάθηκε από πάνω τους και μια φωνή απότομη και τραχιά που ακούστηκε τούς έκανε μεμιάς να παγώσουν...

«Ώστε έτσι, ε; Έχεις εραστή, άτιμο θηλυκό! Σήκω απάνω!» είπε ο Φίλιππος και άρπαξε την Κλεοπάτρα απ' τα μαλλιά για να τη στήσει όρθια, πονώντας την, κι ο Περδίκκας σηκώθηκε επίσης κατάχλομος, σαν μικρό αγόρι που το πιάσανε να κάνει αταξία...

«Τι έκανες, γιε του Ορόντη, αναθεματισμένε; Λέγε! Την αποπλάνησες, την έσυρες σε στρώμα;»

«Όχι, δέσποτα... Την αγαπώ την κόρη σου, δεν την πείραξα, κι είχα σκοπό να έρθω να ζητήσω το χέρι της από σένα, αν δεν πρότασσες τους δικούςσου γάμους που έφεραν τόση αναστάτωση...»

«Είσαι αναιδέστατος τελικά, Οροντιάδη! Η Κλεοπάτρα θα παντρευτεί όποιον της διαλέξω εγώ, το εννόησες; Και αν τυχόν ψεύδεσαι και την έχεις διακορεύσει, θα σας θάψω ζωντανούς και τους δυο, μα τους θεούς!"

«Πατέρα... Πατέρα, σ' τ' ορκίζομαι, δε μ' έχει αγγίξει ο Περδίκκας, μην του κάνεις κακό...»

«Προχώρα εσύ, σκύλα! Θα δούμε πόσο αληθινοί είναι οι όρκοι σου, και μετά θα εξηγηθούμε» τη φοβέρισε ο βασιλιάς πατέρας της την πριγκίπισσα, τραβώντας της ξανά με δύναμη την κόμη, και έτσι πιασμένη απ' τα μαλλιά σαν δούλα οικτρή και αιχμάλωτη πολέμου την έσυρε ξοπίσω του προς το παλάτι, ως το δωμάτιό της, κι εκεί μόλις έφτασαν την έσπρωξε με δύναμη τέτοια, ώστε έπεσε σαν τσουβάλι στο μαρμαρένιο δάπεδο... 

«Αφέντη μου, τι κάνεις; Τι σου έφταιξε η θυγατέρα σου και της φέρεσαι έτσι;» τον ρώτησε η Θετίμα, έντρομη, μόλις τον είδε, και έτρεξε να κλείσει στην αγκαλιά της την κηδεμονευομένη της, που έκλαιγε ήδη με αναφιλητά...

«Έφταιξε στο ότι είναι ανήθικη, ανυπάκουη! Το γνώριζες κι εσύ ότι τραβιόταν με τον ανιψιό σου τον Περδίκκα και τους κάλυπτες, έτσι δεν είναι; Λέγε!»

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαМесто, где живут истории. Откройте их для себя